Μέσα στη βαθιά, πράσινη ζούγκλα της Κόστα Ρίκα, εκεί όπου τα δέντρα αγγίζουν τον ουρανό και τα πουλιά τραγουδούν σαν σε γιορτή, ζούσε ένα πούμα διαφορετικό από τα άλλα.
Το έλεγαν Μπλάκυ.
Ο Μπλάκυ είχε λαμπερό τρίχωμα στο χρώμα του μελιού και μάτια που γυάλιζαν στο φως του ήλιου.
Ήταν όμως… το πιο τεμπέλικο πούμα σε ολόκληρη τη ζούγκλα!
Ενώ οι φίλοι του έτρεχαν, κυνηγούσαν και σκαρφάλωναν στα βουνά, εκείνος προτιμούσε να ξαπλώνει κάτω από ένα μεγάλο δέντρο μάνγκο και να κοιμάται με τις ώρες.
«Αχ, τι όμορφη ζωή!» μουρμούριζε καθώς χουζούρευε στη σκιά.
Κάθε τόσο, ένας παπαγάλος πετούσε από πάνω του και τον πείραζε:
- «Μπλάκυ, πότε θα σηκωθείς να κυνηγήσεις λίγο;»
- «Αύριο!» απαντούσε εκείνος, και χασμουριώταν τόσο δυνατά που τρόμαζαν τα ιγκουάνα!
Όμως μια μέρα, όλα άλλαξαν.
Ένα μεγάλο ποτάμι φούσκωσε από τη βροχή.
Τα νερά έγιναν δυνατά και ορμητικά, και το μικρό μαϊμουδάκι, ο φίλος του Μπλάκυ, εγκλωβίστηκε πάνω σε έναν βράχο στη μέση του ποταμού.
Φώναζε για βοήθεια, μα κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει.
Η αρκούδα προσπάθησε να περάσει, αλλά το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό.
Ο ουρακοτάγκος έφερε κλαδιά, όμως η γέφυρα έσπασε.
Και τότε… όλοι γύρισαν να κοιτάξουν τον Μπλάκυ.
- «Μπλάκυ! Εσύ είσαι δυνατός! Μπορείς να βοηθήσεις!» φώναξε ο παπαγάλος.
Ο Μπλάκυ αναστέναξε.
- «Εεε… έχει πολλή λάσπη… κι εγώ μόλις βρήκα την πιο βολική θέση για ύπνο!»
Μα τότε άκουσε τη φωνούλα του μαϊμουδιού, που έτρεμε από φόβο.
Και κάτι μέσα στην καρδιά του ξύπνησε.
Ήταν σαν να φύσηξε ένας δυνατός αέρας μέσα του και να του ψιθύρισε:
“Σήκω, Μπλάκυ. Τώρα είναι η ώρα σου.”
Με ένα μεγάλο πήδημα, όρμησε μέσα στο ποτάμι!
Τα νερά τού έριχναν κρύες σταγόνες στο πρόσωπο, αλλά εκείνος συνέχισε.
Έφτασε στο βράχο, άρπαξε το μαϊμουδάκι και το σήκωσε ψηλά.
Έπειτα, με ένα δυνατό σάλτο, προσγειώθηκε στην όχθη!
Η ζούγκλα πάγωσε για μια στιγμή… κι ύστερα ξέσπασε σε φωνές χαράς!
«Ζήτω ο Μπλάκυ! Το πιο γενναίο πούμα της Κόστα Ρίκα!»
Ο Μπλάκυ τίναξε το νερό από το τρίχωμά του και χαμογέλασε.
«Ίσως τελικά… αξίζει να κουράζεσαι για κάτι που έχει σημασία», είπε και ξάπλωσε ξανά κάτω από το δέντρο του.
Μόνο που αυτή τη φορά, δεν κοιμήθηκε αμέσως.
Κοίταξε τον ουρανό, όπου τα πουλιά πετούσαν χαρούμενα,
και ψιθύρισε με ένα χαμόγελο:
«Τεμπέλης μπορεί να είμαι… μα έχω καρδιά τολμηρού!»
