Ο ήλιος έλαμπε πάνω από την έρημο, και ο αέρας κουβαλούσε μυρωδιές από μπαχαρικά, σοκολάτα και φρέσκα τάκος.
Ο Τζακ και η Τζίνη έφτασαν με ένα πολύχρωμο λεωφορείο που έγραφε πάνω του:
“¡Bienvenidos a México!” Καλώς ήρθατε στο Μεξικό!
Η Τζίνη κοίταξε γύρω της με μεγάλα, ενθουσιασμένα μάτια.https://www.youtube.com/watch?v=yY12Q7mUdu4
«Τζακ! Κοίτα! Τα πάντα είναι γεμάτα χρώματα!»
Και ήταν αλήθεια. Παντού υπήρχαν σημαιάκια, λουλούδια, ζωγραφιστοί τοίχοι και αγάλματα που χαμογελούσαν.
Ο Τζακ φόρεσε ένα τεράστιο σομπρέρο που είχε βρει στο λεωφορείο.
Ήταν τόσο μεγάλο που δεν έβλεπε μπροστά του!
«Χαχα! Νομίζω πως το Μεξικό… με καταπίνει!» είπε γελώντας καθώς σκουντούσε μια πινακίδα.
Οι δύο φίλοι κατέβηκαν σε μια μικρή πόλη με πλατεία γεμάτη μουσικούς.
Δύο μουσικοί έπαιζαν κιθάρα και τρομπέτα.
Ο ένας, με μεγάλα μουστάκια, τους χαιρέτησε:
«Bienvenidos, amigos! Θέλετε να μάθετε τη μουσική μας;»
Η Τζίνη πήρε μία μικρή μαράκα.
Την κούνησε… και κλακ κλακ κλακ!
Ο Τζακ χτύπησε ρυθμικά τα πόδια του στο χώμα.
Και σε λίγο, οι δυο τους χόρευαν έναν χαρούμενο μεξικάνικο χορό μαζί με όλους.
Ύστερα, μια κυρία με πολύχρωμη φούστα τους πλησίασε.
«Έχω κάτι για εσάς…» είπε ευγενικά.
Τους έδωσε δύο πιάτα:
ένα με τάκος
και ένα με σοκολάτα με κανέλα.
Η Τζίνη δοκίμασε πρώτη.
«Μμμμ! Τζακ, είναι σαν να τρώω ζεστό σύννεφο σοκολάτας!»
Αφού φάγανε, συνέχισαν την περιπέτειά τους στα σοκάκια.
Σε κάθε γωνιά υπήρχαν χειροποίητα παιχνίδια:
ξύλινα ζώα, ζωγραφιστές κούκλες και…
μια πειναρισμένη πινατά σε σχήμα αλόγου.
«Θες να δοκιμάσεις, Τζίνη;» ρώτησε ο Τζακ.
Η Τζίνη πήρε το ξύλο, έκλεισε τα μάτια της και ΜΠΑΜ!
Η πινατά έσπασε και χιλιάδες γλυφιτζούρια έπεσαν γύρω τους.
Τα παιδιά της γειτονιάς έτρεξαν να τα μαζέψουν γελώντας.
«Αυτό ήταν τέλειο!» φώναξε η Τζίνη.
Το απόγευμα, ένας ηλικιωμένος ντόπιος τους έδειξε ένα μονοπάτι που οδηγούσε σ’ έναν λόφο.
«Αν ανεβείτε εκεί πάνω,» είπε,
«θα δείτε το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα του Μεξικού.»
Ο Τζακ και η Τζίνη ανέβηκαν το λόφο χέρι χέρι.
Όταν έφτασαν στην κορυφή…
ο ουρανός είχε γίνει πορτοκαλί, κόκκινος και χρυσός.
Τα πουλιά έκαναν κύκλους.
Οι μουσικές από την πόλη αντηχούσαν απαλά.
«Τζακ…» ψιθύρισε η Τζίνη,
«νομίζω πως το Μεξικό είναι σαν ζωγραφιά που ζωντάνεψε.»
Ο Τζακ χαμογέλασε.
«Και είμαστε μέσα της.»
Καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από τις πυραμίδες, οι δυο φίλοι κατάλαβαν πως κάθε ταξίδι τους χάριζε κάτι καινούριο:
γεύσεις, μουσικές, καινούριους φίλους…
και ιστορίες που θα θυμόντουσαν για πάντα.
«Πού πάμε τώρα;» ρώτησε η Τζίνη.
Ο Τζακ φόρεσε πάλι το τεράστιο σομπρέρο.
«Όπου φυσάει ο άνεμος των ταξιδιών!»
Και έτσι, με γέλια και χαμόγελα, ξεκίνησε το επόμενο ταξίδι τους.
