Ο ήλιος έλαμπε πάνω από το μπλε του ωκεανού όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε σε ένα μικρό, μακρινό νησί.
«Τζακ! Κοίτα!» φώναξε γεμάτη ενθουσιασμό η Τζίνη.
«Νομίζω πως είμαστε στα… νησιά του Πάσχα! Το έγραψε η πινακίδα!»
Παντού γύρω τους, σε πράσινους λόφους που κοιτούσαν τη θάλασσα, στέκονταν τεράστια πέτρινα αγάλματα με σοβαρά πρόσωπα και μεγάλα κεφάλια.
«Μοάι!» είπε εντυπωσιασμένος ο Τζακ. «Αυτά είναι τα διάσημα αγάλματα!»
Η Τζίνη πλησίασε ένα από αυτά. «Μα… ποιοι τα έφτιαξαν; Και γιατί κοιτούν προς τη θάλασσα;»
Λίγο πιο πέρα, ένας χαμογελαστός ντόπιος ξεναγός, ο κύριος Μάου, τούς πλησίασε.
«Γεια σας, μικροί εξερευνητές! Αυτά τα αγάλματα ονομάζονται Μοάι και τα έφτιαξε ένας λαός που ονομαζόταν Ράπα Νούι. Πιστεύεται πως ήταν φτιαγμένα για να προστατεύουν το νησί και να φέρνουν καλή τύχη.»
«Μα είναι τόσο μεγάλα!» είπε ο Τζακ.
«Ναι, μερικά έχουν ύψος μέχρι και 10 μέτρα!» απάντησε ο Μάου. «Τα μετέφεραν με ξύλινα κούτσουρα και σχοινιά… σαν να τα ’καναν να περπατούν!»
Η Τζίνη κοίταξε με θαυμασμό. «Λες να ζωντανεύουν το βράδυ;»
Ο Τζακ γέλασε. «Ίσως να κάνουν πάρτι και να χορεύουν σαν πέτρινοι γίγαντες!»
Ο ξεναγός χαμογέλασε: «Οι Μοάι δε ζωντανεύουν, αλλά ζωντανεύουν στις καρδιές μας, γιατί μας θυμίζουν τη δύναμη των προγόνων μας και το πόσο δημιουργικός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος όταν συνεργάζεται.»
Το απόγευμα, ο ήλιος έδυε πίσω από τα Μοάι. Η θάλασσα έβαφε τον ουρανό πορτοκαλί και ροζ.
Η Τζίνη ψιθύρισε: «Σαν να μας προσέχουν…»
Ο Τζακ συμφώνησε. «Ναι… και σαν να μας λένε να μην ξεχνάμε την ιστορία του κόσμου.»
Φεύγοντας, ο άνεμος φυσούσε απαλά ανάμεσα στα αγάλματα.
Ή ίσως… κάποιος πέτρινος γίγαντας να τους χαμογελούσε διακριτικά.
