Ο Τζακ και η Τζίνη κατέβηκαν από το τρένο με ενθουσιασμό, κρατώντας τους χάρτες τους σφιχτά.
«Εδώ είμαστε, Τζίνι! Παρίσι! Η πόλη του φωτός!» είπε ο Τζακ με μάτια που έλαμπαν.
Η Τζίνι σήκωσε το βλέμμα της ψηλά. «Νομίζεις πραγματικά ότι ο Πύργος του Άιφελ φαίνεται από εδώ;»
Ο άνεμος φύσηξε απαλά κι ένα άρωμα από φρεσκοψημένες κρέπες τους έκανε να χαμογελάσουν. Περπάτησαν στους δρόμους με τα μικρά καφέ, τα σιδερένια μπαλκόνια και τα πολύχρωμα λουλούδια.
Και τότε… ο ουρανός άνοιξε μπροστά τους, και πίσω από δέντρα και φώτα, υψώθηκε ο Πύργος του Άιφελ!
«Είναι γιγάντιος… σαν να αγγίζει τα σύννεφα!» ψιθύρισε η Τζίνι.
Ο Τζακ σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Ας τον σκαρφαλώσουμε! Εννοώ… από τις σκάλες φυσικά!»
Ανέβηκαν τα πρώτα επίπεδα γελώντας και κοιτάζοντας κάθε λίγο κάτω: τα αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν παιχνιδάκια και οι άνθρωποι σαν μυρμηγκάκια.
Σε κάθε στάση, ο Τζακ τσάκιζε μία μπαγκέτα, ενώ η Τζίνι τραβούσε φωτογραφίες με φόντο τις γέφυρες του Σηκουάνα.
Όσο ανέβαιναν, τόσο ένιωθαν ότι ανέβαιναν και τα όνειρά τους.
Στην κορυφή, ο άνεμος φύσηξε πιο δυνατά. Το Παρίσι άπλωσε κάτω τους σαν ζωγραφιά γεμάτη λαμπάκια.
«Τζίνι… νομίζω ότι όταν είσαι ψηλά, βλέπεις πιο καθαρά τα όνειρά σου,» είπε ο Τζακ.
Η Τζίνι χαμογέλασε. «Ή ίσως καταλαβαίνεις πως τα όνειρα είναι πιο κοντά απ’ όσο νόμιζες.»
Έμειναν εκεί κοιτώντας την πόλη μέχρι που άναψαν τα φώτα στον πύργο. Τότε ο Άιφελ άρχισε να λαμπυρίζει σαν χιλιάδες αστέρια να ζουν μέσα του.
Η Τζίνι σήκωσε το βλέμμα της. «Νομίζεις ότι αν πιάσω ένα λαμπάκι θα είναι ζεστό;»
Ο Τζακ γέλασε. «Όχι, αλλά θα μας δώσει ζεστασιά στην καρδιά.»
Καθώς κατέβαιναν, ένιωθαν σαν να κουβαλούσαν φως μαζί τους.
