Η νύχτα είχε απλωθεί πάνω από την Αυτοκινητούπολη σαν μια μεγάλη γυαλιστερή κουβέρτα από αστέρια.
Τα φώτα στους δρόμους έλαμπαν σαν μικρές σπίθες, οι πινακίδες έπαιζαν με τα χρώματα, και η πόλη έμοιαζε να τραγουδά ένα απαλό μεταλλικό νανούρισμα.
Μόνο ένα μέρος δεν κοιμόταν ποτέ , το παλιό αεροδρόμιο, εκεί όπου τα Firewheels μαζεύονταν για τους νυχτερινούς αγώνες.
Εκεί, ανάμεσα στα φώτα και τους καπνούς, ακουγόταν ένας ήχος πιο δυνατός απ’ όλους.
Ένας κινητήρας που γουργούριζε ανυπόμονα, σαν να μην άντεχε να περιμένει.
Ήταν ο Τσαλαντζ ένα ματ πορτοκαλί αγωνιστικό με μαύρες ρίγες και μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό.
Ήταν φωνακλάς, ατίθασος και γεμάτος ενέργεια. Μα πίσω από τη θορυβώδη του φύση, έκρυβε μια μεγάλη, καλοσυνάτη καρδιά.
Δίπλα του, με γυαλιστερό γαλάζιο χρώμα και φώτα σαν μάτια γεμάτα ηρεμία, στάθηκε η φίλη του, η Μάγια.
«Πάλι αγώνας απόψε, Τσαλαντζ;» ρώτησε με μαλακή φωνή.
«Φυσικά! Η νύχτα φτιάχτηκε για να τη διασχίζεις με τα φώτα σου αναμμένα!»
«Κι εγώ που νόμιζα ότι η νύχτα φτιάχτηκε για ύπνο...» είπε εκείνη χαμογελώντας.
Πιο πέρα, ο Μάξι ο Γερανός τους παρακολουθούσε. Ήταν ένα παλιό πορτοκαλί όχημα με μπλε πινελιές και χαμογελαστή μάσκα.
Ήσυχος, σταθερός, και πάντα έτοιμος να βοηθήσει.
«Να θυμάσαι, μικρέ μου Τσαλαντζ,» είπε με βαθιά, γλυκιά φωνή,
«η ταχύτητα είναι όμορφη, μα η καρδιά είναι που δείχνει τον δρόμο.»
Ο Τσαλαντζ χαμογέλασε.
«Μη φοβάσαι, Μάξι! Εγώ έχω και τα δύο!»
Κι ύστερα, με ένα δυνατό βρυχηθμό, τα φώτα του δρόμου άναψαν κι η νύχτα άστραψε.
Η Αυτοκινητούπολη κρατούσε την ανάσα της.
Δώδεκα αυτοκίνητα στη γραμμή εκκίνησης, έτοιμα να φέρουν τη νύχτα στα όριά της.
Η σιωπή πριν από τον αγώνα ήταν σαν ηλεκτρισμός που ταξίδευε στον αέρα.
Και τότε , βρουμμ!! και η εκκίνηση δόθηκε!
Ο Τσαλαντζ πετάχτηκε μπροστά. Τα λάστιχά του άφηναν πίσω μικρές φωτιές, και το χαμόγελό του φώτιζε τη νύχτα.
Οι στροφές, τα φώτα, η ταχύτητα, όλα ήταν όπως αγαπούσε.
Ώσπου, ξαφνικά, δίπλα του εμφανίστηκε ένα μαύρο αγωνιστικό χωρίς πινακίδες.
Το Φάντασμα.
Ήταν αθόρυβο, ψυχρό, σχεδόν τρομακτικό.
Ο Τσαλαντζ ένιωσε ένα ρίγος στον καθρέφτη του.
«Έχουμε και νέο αντίπαλο απόψε…» μουρμούρισε.
Το Φάντασμα άνοιξε απότομα ένα μυστικό σύστημα νίτρο.
Μια μπλε φλόγα τύλιξε τον δρόμο.
Η άσφαλτος ράγισε, πετάχτηκαν κομμάτια ψηλά, κιαι μαζί, ένα νεαρό όχημα που παρακολουθούσε τον αγώνα από το πεζοδρόμιο και βρέθηκε εγκλωβισμένο μέσα στα συντρίμια.
Από το ραδιόφωνο ακούστηκε η φωνή της Μάγιας:
«Τσαλαντζ! Ένα μικρό αυτοκίνητα έμεινε πίσω! Κινδυνεύει!»
Ο Τσαλαντζ κοίταξε μπροστά, τον τερματισμό.
Κοίταξε όμως και πίσω ...πίσω στο μικρό αυτοκινητάκι που έκλαιγε σιωπηλά.
Κι εκείνη τη στιγμή, κάτι άλλαξε μέσα του.
Χωρίς να διστάσει, πάτησε φρένο με όλη του τη δύναμη. Οι ρόδες στρίγγλισαν, σπίθες τινάχτηκαν.
Γύρισε πίσω, και με ένα δυνατό άλμα στάθηκε μπροστά στο μικρό όχημα, καλύπτοντάς το με το σώμα του τη στιγμή που η έκρηξη φώτιζε τη νύχτα.
Η σκόνη απλώθηκε παντού.
Κι όταν τελικά ο αέρας καθάρισε, ο Τσαλαντζ στεκόταν ακόμα εκεί, λίγο γρατζουνισμένος, λίγο πιο σκονισμένος, αλλά χαμογελαστός.
Το μικρό Firewheel τον κοίταξε με μάτια γεμάτα θαυμασμό.
«Με έσωσες…» ψιθύρισε.
«Ε, κάποιος έπρεπε να το κάνει,» είπε ο Τσαλαντζ με ένα αδύναμο γέλιο.
«Και δεν έχω συνηθίσει να μένω πίσω!»
Το επόμενο πρωί, η Αυτοκινητούπολη ξύπνησε γεμάτη ιστορίες.
Κανείς δεν θυμόταν ποιος νίκησε τον αγώνα — μα όλοι ήξεραν ποιος κέρδισε τη νύχτα.
Ο Τσαλαντζ έγινε σύμβολο θάρρους, όχι γιατί έτρεξε πιο γρήγορα, αλλά γιατί σταμάτησε τη σωστή στιγμή.
Η Μάγια και ο Μάξι τον βρήκαν έξω από το συνεργείο, γεμάτο λάσπες αλλά με τα φώτα του να λάμπουν.
«Είσαι απίστευτος,» είπε η Μάγια γελώντας.
«Τι να πω;» απάντησε εκείνος. «Ίσως η καρδιά μου να είναι πιο σημαντική κι από τον κινητήρα μου.»
Και κάπως έτσι, εκείνη η νύχτα έμεινε γνωστή ως
Η Νύχτα των Σπινθήρων,
η βραδιά που ένας φωνακλάς, έμαθε πως η μεγαλύτερη δύναμη κρύβεται μέσα στην καρδιά.
