Είχε περάσει καιρός από τη Νύχτα των Σπινθήρων, μα η Αυτοκινητούπολη ακόμα μιλούσε γι’ αυτήν.
Ο Τσαλαντζ είχε γίνει ήρωας.
Παιδιά και μεγάλοι τον χαιρετούσαν όταν περνούσε από τις λεωφόρους, και τα μικρά Firewheels προσπαθούσαν να μιμηθούν το σφύριγμα της μηχανής του.
Όμως εκείνος… ένιωθε περίεργα.
Οι δρόμοι ήταν πιο ήσυχοι τώρα.
Κι όταν μια πόλη σαν την Αυτοκινητούπολη σωπαίνει, πάντα κάτι ετοιμάζεται στο σκοτάδι.
Ένα βράδυ, καθώς έκανε βόλτα στα παλιά τούνελ, άκουσε κάτι γνώριμο, έναν κινητήρα να ουρλιάζει.
Και ύστερα, άλλον έναν… και άλλον.
Κρυφά, μέσα στις σκιές, κάποιοι έτρεχαν αγώνες πάλι.
Ο Τσαλαντζ έφτασε κοντά και κοίταξε.
Εκεί, ανάμεσα στους σωλήνες και τα φώτα που τρεμόπαιζαν, είδε αυτοκίνητα με μαύρες πινελιές, τροχούς σαν φλόγες και μηχανές που έμοιαζαν πιο θυμωμένες παρά ζωντανές.
Κι ανάμεσά τους, ένα γνώριμο σχήμα:
ένα ασημί αγωνιστικό με σπασμένο φτερό και ψυχρό βλέμμα.
Ήταν ο Vex, παλιός του φίλος, που κάποτε έτρεχαν μαζί στις ίδιες πίστες.
«Vex; Εσύ;» φώναξε διστακτικά ο Τσαλαντζ.
«Καλώς τον ήρωα της Αυτοκινητούπολης!» απάντησε εκείνος ειρωνικά.
«Τι κάνεις εδώ κάτω, στους ίσκιους;»
«Εδώ είναι η πραγματική δράση. Εδώ δεν υπάρχουν κανόνες, μόνο ταχύτητα. Εσύ το δίδαξες αυτό.»
Ο Τσαλαντζ ένιωσε τη μηχανή του να παγώνει.
«Δεν εννοούσα ποτέ να γίνει έτσι. Η ταχύτητα δεν αξίζει τίποτα αν δεν έχεις ψυχή.»
Ο Vex γέλασε.
«Ψυχή; Εδώ κάτω, φίλε μου, μόνο λάδι και καπνός υπάρχουν.»
Και πριν προλάβει να απαντήσει, τα φώτα χαμήλωσαν.
Η πίστα στις σκιές ζωντάνεψε.
Τα μηχανήματα άναψαν, κι ένας βραχνός ήχος από το μεγάφωνο ακούστηκε:
“Καλωσορίσατε… στο NightShift!”
Ήταν ένας παράνομος αγώνας, κρυφός από τα μάτια όλων.
Η πίστα γυάλιζε σαν φίδι που στριφογύριζε μέσα στο σκοτάδι.
Ο Τσαλαντζ ήξερε πως δεν έπρεπε, μα μπήκε στην εκκίνηση. Έπρεπε να μάθει ποιος κρυβόταν πίσω από όλα αυτά.
Οι μηχανές άρχισαν να μουγκρίζουν.
Η εκκίνηση δόθηκε, κι η σιωπή της νύχτας διαλύθηκε από τους ήχους των τροχών.
Τα αυτοκίνητα ορμούσαν μέσα στις σκιές. Φώτα αναβόσβηναν, καπνός και σκόνη γέμιζαν τον αέρα.
Ο Vex οδηγούσε μπροστά, αφήνοντας πίσω του μαύρες σταγόνες που κολλούσαν στην άσφαλτο.
Μια μυρωδιά καμένου γέμισε το τούνελ.
Ξαφνικά, οι αισθητήρες του Τσαλαντζ τυφλώθηκαν.
«Μάγια! Χάνω το σήμα!» φώναξε.
Από τον ασύρματο ακούστηκε αχνά η φωνή της φίλης του:
«Κράτα το ρυθμό σου, Τσαλαντζ. Μη φοβηθείς το σκοτάδι.»
Τότε, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ο Τσαλαντζ άκουσε μόνο την καρδιά του κινητήρα του.
Δεν έβλεπε τίποτα, αλλά ήξερε τον δρόμο.
Τον ένιωθε.
Τον είχε περάσει άπειρες φορές.
Άφησε τις ρόδες του να “ακούσουν” το έδαφος.
Κάθε στροφή, κάθε λακούβα, κάθε σημείο το γνώριζε, το θυμόταν σαν ανάσα.
Και έτσι, χωρίς φώτα, χωρίς βοήθεια, προχώρησε μπροστά.
Όταν τα φώτα ξανάναψαν, ο Τσαλαντζ ήταν ήδη δίπλα στον Vex.
«Δεν μπορείς να κερδίσεις έτσι απλά, χωρίς να κοιτάς!» φώναξε εκείνος.
«Δεν χρειάζομαι μάτια,» είπε ο Τσαλαντζ με χαμόγελο,
«απλά οδηγώ με καρδιά.»
Με μια τελευταία επιτάχυνση, πέρασε μπροστά του και βγήκε στην έξοδο του τούνελ.
Εκεί, στο φως του φεγγαριού, φάνηκε ποιος ήταν πίσω από το NightShift:
ένα μαύρο όχημα, γνώριμο, με γυαλιστερή επιφάνεια.
Το Φάντασμα.
Ο Τσαλαντζ κατάλαβε.
Το Φάντασμα δεν είχε χαθεί ποτέ· απλώς κρυβόταν στις σκιές, περιμένοντας.
Αλλά τώρα όλα θα άλλαζαν.
Το φως της αυγής άρχισε να γλιστρά μέσα στο τούνελ, και οι σκιές τραβήχτηκαν.
Ο Vex σταμάτησε, κουρασμένος, και γύρισε προς τον Τσαλαντζ.
«Ίσως… να έχεις δίκιο,» ψιθύρισε.
«Ποτέ δεν είναι αργά να ξαναβρείς το φως,» του απάντησε εκείνος.
Και καθώς ο ήλιος ανέβαινε πάνω από την Αυτοκινητούπολη, τα πρώτα φώτα της μέρας έπεσαν πάνω στα δύο αγωνιστικά.
Το σκοτάδι διαλύθηκε.
Οι σκιές έσβησαν.
Κι εκεί, ανάμεσα σε στάλες λαδιού και πρωινής δροσιάς, ο Τσαλαντζ χαμογέλασε.
«Κάθε δρόμος έχει σκιές,» μουρμούρισε,
«αλλά εγώ φτιάχτηκα για αυτές.… φτιάχτηκα για τις φλόγες»
Και έφυγε προς την πόλη, αφήνοντας πίσω του ένα μονοπάτι φωτός.
