Στο παλιό γκαράζ, εκεί που το φως του ήλιου έμπαινε μέσα από τα σκονισμένα παράθυρα, η Μάγια γυάλιζε αργά το καπό της. Ήταν μια ήρεμη μέρα. Οι μικροί φίλοι της, ο Βέλος και η Τίνκερ, έτρεχαν γύρω της γεμάτοι ενέργεια.
- «Μάγια! Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Τίνκερ δείχνοντας ένα σκονισμένο αντικείμενο σε ένα ράφι.
Η Μάγια γύρισε απαλά τους καθρέφτες της και χαμογέλασε.
Ήταν ένα παλιό κύπελλο, με χαραγμένο επάνω του:
“Μεγάλος Αγώνας του Ανεμοστρόβιλου – Πρώτη Θέση”.
Η σκόνη το είχε σχεδόν σκεπάσει, αλλά η λάμψη του ήταν ακόμα εκεί.
- «Αυτό, μικρή μου, ήταν το πρώτο μου τρόπαιο…» είπε ήσυχα η Μάγια.
- «Το πήρες επειδή ήσουν η πιο γρήγορη;» ρώτησε ο Βέλος εντυπωσιασμένος.
Η Μάγια χαμογέλασε ξανά, με εκείνο το ήρεμο, βαθύ χαμόγελο που είχαν μόνο τα αυτοκίνητα με ιστορίες.
- «Όχι, Βέλος. Δεν το κέρδισα με την ταχύτητα. Το κέρδισα με το μυαλό.»
Τα φανάρια τους άνοιξαν διάπλατα. Και τότε, άρχισε να τους διηγείται…
Ήταν χρόνια πριν, όταν οι αγώνες γίνονταν στους σκονισμένους δρόμους της παλιάς κοιλάδας. Η Μάγια ήταν τότε νέα, γεμάτη όνειρα και λάμψη. Δίπλα της, στην εκκίνηση, στεκόταν ο Τέρμας, ο πιο γρήγορος αγωνιστής της εποχής. Οι ρόδες του έτριζαν από ανυπομονησία.
Ο ήλιος έκαιγε, και τα αυτοκίνητα βρυχούνταν έτοιμα για τη μεγάλη εκκίνηση.
ΒΡΟΥΜ! ΒΡΟΥΜ!
Ο αγώνας ξεκίνησε. Ο Τέρμας έφυγε σαν αστραπή, αφήνοντας πίσω του σκόνη. Η Μάγια όμως δεν βιάστηκε. Έμεινε σταθερή, με ήρεμο ρυθμό.
Λίγο πιο κάτω, ο δρόμος γινόταν στενός, γεμάτος λακκούβες και χαλίκια. Ο Τέρμας, με το κεφάλι γεμάτο ενθουσιασμό, δεν πρόσεξε το μεγάλο εμπόδιο μπροστά του, μια πέτρα που είχε πέσει στη μέση του δρόμου!
Η Μάγια, που οδηγούσε πιο ήρεμα, είδε το πρόβλημα εγκαίρως.
Έστριψε προσεκτικά, χρησιμοποίησε μια μικρή πλαγιά και πέρασε από το πλάι.
Ο Τέρμας είχε κολλήσει, οι ρόδες του γλίστρησαν στη σκόνη.
Η Μάγια σταμάτησε.
Μπορούσε να φύγει μπροστά. Να κερδίσει.
Όμως γύρισε πίσω.
- «Έλα, Τέρμα. Δώσε μου μια ρυμούλκα και πάμε μαζί.»
Ο Τέρμας την κοίταξε με απορία.
- «Μα… θα χάσεις!»
- «Όχι. Θα κερδίσουμε κι οι δύο», είπε η Μάγια.
Κι έτσι, τράβηξε τον φίλο της έξω από τη σκόνη. Μαζί πέρασαν τη γραμμή του τερματισμού, αργά, αλλά με χαμόγελο.
Όταν οι διοργανωτές τους είδαν, έδωσαν στη Μάγια το Παλιό Κύπελλο.
Όχι για την ταχύτητα…
Αλλά για τον τρόπο που σκέφτηκε και έπραξε στον αγώνα, που βοήθησε!
Η ιστορία τελείωσε.
Τα μικρά Firewheels έμειναν σιωπηλά για λίγο.
Η Τίνκερ άγγιξε το κύπελλο με θαυμασμό.
- «Δηλαδή, Μάγια… το πιο σημαντικό δεν είναι ποιος φτάνει πρώτος;»
- «Όχι, αγαπημένη μου. Είναι ποιος θα βοηθήσει να μην μείνει κανένας πίσω.»
Και τότε, ο ήλιος φώτισε το παλιό μέταλλο του κυπέλλου.
Λες και ήθελε να θυμίσει σε όλους πως η καλοσύνη λάμπει πιο πολύ κι από το χρυσό.
