Στην Πόλη των Firewheels ξημέρωνε μια όμορφη μέρα.
Η Πάξι, το γενναίο πυροσβεστικό όχημα, καθάριζε το λάστιχό της και σιγοτραγουδούσε:
- «Μακάρι να μην χρειαστεί να σβήσω καμία φωτιά σήμερα!»
Μα λίγο μετά...
ΜΠΟΥΜ!
Ένα σύννεφο καπνού ανέβηκε ψηλά στον ουρανό.
Η Πάξι ανασήκωσε τα φώτα της.
- «Αυτό… δεν είναι σύννεφο! Είναι φωτιά!»
Άνοιξε τη σειρήνα της,ουιουιουιουου και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στους δρόμους της πόλης.
Όταν έφτασε στην Παλιά Αποθήκη Καυσίμων, πάγωσε.
Η σκεπή είχε τυλιχτεί στις φλόγες.
Και ανάμεσά τους στεκόταν ο Inferno!
Οι φλόγες χόρευαν γύρω του, κι εκείνος κοιτούσε περήφανα.
- «Δες, Πάξι! Δες τη δύναμή μου! Όλη η πόλη λάμπει από το φως μου!»
Η Πάξι προσπάθησε να πλησιάσει, μα η ζέστη ήταν δυνατή.
- «Inferno, σταμάτα! Αυτή η φωτιά δεν είναι όμορφη είναι επικίνδυνη!»
Ο Inferno γέλασε.
- «Δεν ήθελα να κάνω κακό. Ήθελα μόνο να δείξω τι μπορώ να κάνω!»
Ξαφνικά, ακούστηκε ένας δυνατός ήχος:
ΚΡΑΑΑΚ!
Ένα δοκάρι έπεσε και παγίδευσε τον Inferno μέσα στις φλόγες!
Η Πάξι δεν δίστασε ούτε δευτερόλεπτο.
Πήρε φόρα, μπήκε μέσα στη φωτιά, τύλιξε το λάστιχό της γύρω του και φώναξε:
- «Κράτα γερά, Inferno! Θα σε βγάλω από εδώ!»
Με πολλή προσπάθεια, τον έσυρε έξω από τη φλεγόμενη αποθήκη.
Ο Inferno ήταν μαυρισμένος και λαχανιασμένος.
Η φωτιά πίσω τους έσβηνε σιγά σιγά.
Η Πάξι έσκυψε δίπλα του.
- «Είσαι καλά;»
Εκείνος την κοίταξε με μάτια γεμάτα ντροπή.
- «Πάξι… εγώ το προκάλεσα αυτό. Ήθελα να δείξω τη φλόγα μου, αλλά δεν ήξερα ότι μπορούσε να ξεφύγει τόσο πολύ.»
Η Πάξι του χαμογέλασε, απαλά.
- «Το σημαντικό είναι ότι το κατάλαβες, Inferno. Όλοι κάνουμε λάθη. Το θάρρος είναι να τα αναγνωρίζουμε και να μαθαίνουμε απ’ αυτά.»
Ο Inferno έσκυψε το καπό του.
- «Θα είμαι πιο προσεκτικός από εδώ και πέρα. Δεν θέλω ποτέ ξανά να πληγωθεί κάποιος από τη φλόγα μου.»
Η Πάξι κούνησε το λάστιχό της παιχνιδιάρικα.
- «Αυτό σημαίνει να είσαι δυνατός όχι να καίγεσαι πιο πολύ, αλλά να φροντίζεις τον εαυτό σου και τους γύρω σου.»
Ο Inferno αναστέναξε με ανακούφιση.
Η φλόγα του δεν είχε σβήσει, μα τώρα ήταν μικρή, ήρεμη και ζεστή σαν φανάρι που οδηγεί στο σκοτάδι.
- «Σ’ ευχαριστώ, Πάξι,» είπε ήσυχα. «Μου έμαθες ότι ακόμα κι η φωτιά πρέπει να ξέρει πότε να σταματά.»
Η Πάξι χαμογέλασε πλατιά.
- «Και το νερό πρέπει να ξέρει πότε να αφήνει τη φλόγα να λάμψει. Ο καθένας μας έχει το δικό του φως, αρκεί να το χρησιμοποιεί σωστά.»
Από εκείνη τη μέρα, ο Inferno δεν πετούσε πια σπίθες χωρίς λόγο.
Άναβε μόνο όταν χρειαζόταν για να φωτίσει δρόμους, να ζεστάνει φίλους, να δείξει πως η δύναμη έχει και ευθύνη.
Και κάθε φορά που περνούσε από τον Πυροσβεστικό Σταθμό, φώναζε γελώντας:
- «Πάξι, υπόσχομαι! Από εδώ και πέρα, θα φροντίζω τη φλόγα μου, για μένα και για όλους!»
