Μέσα σε μια τεράστια, ζεστή έρημο, όπου η άμμος έκανε τους τροχούς να βυθίζονται και ο ήλιος φώτιζε σαν χρυσό φανάρι στον ουρανό, ταξίδευαν τρία αυτοκίνητα παρέα. Ο Μάγκας, ένα γκρι αγωνιστικό buggy αυτοκίνητο με γραμμές που έδειχναν δύναμη, ήταν ο αρχηγός. Είχε σκληρή όψη, αλλά μια καρδιά γεμάτη καλοσύνη. Μαζί του κυλούσε ο Μπούλης, ένα μεγάλο και στρουμπουλό van που γκρίνιαζε για την άμμο αλλά γελούσε πάντα στο τέλος. Ο τρίτος της παρέας ήταν ο Τέρορ, ένα παλιό γρήγορο τζιπ όχημα που έκανε «ΒΡΟΥΟΥΜ» τόσο δυνατά, που ο άνεμος έφευγε τρέχοντας.
Καθώς ταξίδευαν πάνω στην καυτή άμμο, μια αχνή φωνή έφτασε στ’ αυτιά τους.
«Βοήθεια… κάποιος;…» ακούστηκε σιγανά. Ο Μάγκας σταμάτησε απότομα.
«Το ακούσατε; Κάποιος είναι σε μπελάδες.»
Ο Μπούλης αναστέναξε βαριά. «Ωχ… όπως πάμε θα χρειαστούμε βούρτσες για όλη αυτή την άμμο στα λάστιχα… αλλά πάμε!» Ο Τέρρορ άναψε τα φώτα του. «Δώστε μου μόνο να τρέξω λίγο και είμαι έτοιμος!»
Προχώρησαν πιο βαθιά στην έρημο, μέχρι που είδαν ένα παλιό, εγκαταλειμμένο στρατόπεδο. Όμως δεν ήταν άδειο. Μικρά αυτοκινητάκια, φορτηγάκια και σκούτερ ήταν δεμένα με βαριές αλυσίδες. Έμοιαζαν φοβισμένα και κουρασμένα. Ένα μικρό γαλάζιο αυτοκινητάκι με τρεμάμενα μάτια ψιθύρισε:
«Εσείς… ήρθατε να μας σώσετε;»
Ο Μάγκας πλησίασε ήρεμα. «Δεν θα μείνετε άλλο φυλακισμένα. Ο δρόμος δεν φτιάχτηκε για φόβο… αλλά για ελευθερία.» Εκείνη τη στιγμή, ένα μεγάλο, αγριεμένο φορτηγό βγήκε μπροστά. «Κανείς δεν φεύγει από εδώ!» γρύλισε. Όμως ο Μάγκας δεν φοβήθηκε. «Η δύναμη δεν είναι για να κρατάς άλλους δεμένους, αλλά για να τους βοηθάς να προχωρήσουν μπροστά.»
Ο Μπούλης έβαλε όλη του τη δύναμη και τράβηξε μια μεγάλη αλυσίδα. «Έλααα… πάμεεε!» φώναξε, και με έναν δυνατό ήχο ΚΛΑΝΓΚ, η αλυσίδα έσπασε. Ο Τέρρορ άρχισε να τρέχει γύρω γύρω με απίστευτη ταχύτητα, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης και μπερδεύοντας τα κακά οχήματα που δεν ήξεραν προς τα πού να κοιτάξουν. Τα μικρά οχήματα ένιωσαν ελπίδα. «Γρήγορα, πίσω μου!» φώναξε ο Μάγκας και άνοιξε τον δρόμο έξω από το στρατόπεδο.
Τα μικρά οχήματα άρχισαν να τρέχουν πίσω τους. Κάποια ήταν αργά και κουρασμένα, αλλά ο Μπούλης τα σήκωνε με προσοχή και τα έσπρωχνε μπροστά. «Κρατήσου μικρέ, είσαι ασφαλής τώρα!» έλεγε. Ο Τέρρορ πέρασε δίπλα τους σαν αστραπή. «Μη φοβάστε! Ο δρόμος τώρα είναι δικός σας!»
Λίγη ώρα αργότερα, έφτασαν σε μια μεγάλη επίπεδη πλαγιά, όπου ο ήλιος έλαμπε όμορφα πάνω στην άμμο. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν και κοίταξαν τον Μάγκα. Το μικρό γαλάζιο αυτοκινητάκι είπε: «Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ αυτό που κάνατε για εμάς…» Ο Μάγκας χαμογέλασε απαλά. «Δεν χρειάζεται να με θυμάστε. Απλώς να θυμάστε πως κάθε ρόδα γεννήθηκε για να κυλάει ελεύθερα.»
Ο Μπούλης έσκυψε και είπε: «Εγώ λέω πως είναι ώρα για λάδι και ξεκούραση!» Ο Τέρρορ έκανε μια σβούρα χαράς και αναφώνησε: «Ζήτω ο Δρόμος της Ελευθερίας!» Τα μικρά οχήματα γέλασαν και όλοι μαζί φώναξαν χαρούμενα.
Κι έτσι, εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη σαν η μέρα που η έρημος γέννησε έναν δρόμο…
Έναν δρόμο γεμάτο ελπίδα, δύναμη και φιλία.
Τον Δρόμο της Ελευθερίας.
