Ήταν ένα πρωινό γεμάτο ήλιο, όταν η μικρή Μαρία άκουσε κάτι σαν κουταβίσια φωνή από το σαλόνι.
Έτρεξε ξυπόλυτη και είδε ένα μικρό κουταβάκι με απαλά, καστανά αυτιά και μια κόκκινη κορδέλα γύρω από το λαιμό του.
«Είναι δικό σου, Μαρία!» της είπαν οι γονείς της γελώντας.
Η Μαρία έπεσε στα γόνατα,το αγκάλιασε και εκείνο κουνούσε ασταμάτητα την ουρίτσα του, που έμοιαζε με μαγικό ραβδάκι.
Η Μαρία γέλασε τόσο δυνατά που νόμιζες πως το σπίτι γέμισε ήλιο!
Όμως... την επόμενη μέρα τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα.
Το κουτάβι έτρεχε παντού, δάγκωνε τα κορδόνια της και… έκανε πιτσιλιές στο χαλί!
Η Μαρία δεν ήξερε πώς να το σταματήσει.
«Μαμά… Νομίζω το κουτάβι δε με καταλαβαίνει!» είπε με απογοήτευση.
Κι έτσι, μια μέρα, χτύπησε το κουδούνι.
Στην πόρτα στεκόταν ο Βασίλης, ένας κύριος με ήρεμο βλέμμα και καθησυχαστική φωνή.
«Γεια σου, Μαρία», είπε χαμογελώντας.
«Είμαι ο Βασίλης. Μαθαίνω στα σκυλάκια να μιλούν... την γλώσσα μας!»
Η Μαρία άνοιξε τα μάτια διάπλατα.
«Δηλαδή, να μιλάνε στ’ αλήθεια;»
Ο Βασίλης γέλασε.
«Όχι με λόγια, με αγάπη, βόλτες και χάδια!»
Βγήκαν μαζί στο πάρκο.
Το κουταβάκι μύριζε τα φύλλα, τα παγκάκια, κι έγερνε το κεφάλι του όταν άκουγε άλλα σκυλάκια.
«Ξέρεις τι κάνει τώρα;» είπε ο Βασίλης.
«Μαθαίνει τον κόσμο! Οι βόλτες είναι το σχολείο του!»
Όταν το κουταβάκι έκανε τη δουλίτσα του έξω, ο Βασίλης είπε:
«Τώρα, δώσ’ του μια λιχουδιά και πες του “Μπράβο!”»
Η Μαρία γέλασε και το έκανε.
Το κουταβάκι κούνησε την ουρά του και σήκωσε τα μπροστινά του ποδαράκια σαν να χόρευε από χαρά!
Μέρα με τη μέρα, η Μαρία μάθαινε να το καταλαβαίνει.
Να το αγκαλιάζει χωρίς να το τρομάζει.
Να του μιλά με γλυκιά φωνή όταν το έβλεπε να φοβάται.
Και να του δίνει χάδια και λιχουδιές κάθε φορά που έκανε κάτι σωστά.
Ο Βασίλης χαμογελούσε.
«Μπράβο, μικρή μου! Τώρα πια, δε μαθαίνεις μόνο εσύ το κουτάβι… Μαθαίνει κι εκείνο πώς είναι να το αγαπούν σωστά.»
Κι έτσι, κάθε απόγευμα, η Μαρία έπαιρνε το κουτάβι της αγκαλιά,
του φορούσε το λουράκι και έβγαιναν μαζί για τη μεγάλη τους βόλτα.
Έτρεχαν, γελούσαν και μύριζαν τον κόσμο.
Και κάπου πιο πίσω, με ένα χαμόγελο κάτω απ’ τον ήλιο,
ο Βασίλης τους παρακολουθούσε, χαρούμενος που ένα ακόμη παιδί
είχε μάθει το πιο όμορφο μάθημα απ’ όλα.
