Στην άκρη μιας πολύχρωμης μικρής πόλης, υπήρχε ένα μικρό ανθοπωλείο με μια ξύλινη πινακίδα που έγραφε:
“Τα Λουλούδια της Καρδιάς από την Μυσρσίνη”.
Η Μυσρσίνη ήταν μια γλυκιά ανθοπώλισσα με ζεστό χαμόγελο και χέρια που μύριζαν πάντα γιασεμί. Κάθε πρωί, άνοιγε το μαγαζί της πριν ακόμη ξυπνήσει ο ήλιος. Τα λουλούδια την χαιρετούσαν με ένα απαλό «σουσούρισμα». Κανείς δεν το άκουγε αλλά μόνο εκείνη.
Ένα τέτοιο πρωινό, καθώς έβαζε τις λεβάντες στη σειρά, παρατήρησε ένα μικρό, χάρτινο βιβλίο κάτω από τον πάγκο. Ήταν δεμένο με μια κορδέλα στο χρώμα της μέντας.
“Τι να είσαι εσύ;” ψιθύρισε η Μυσρσίνη και το άνοιξε προσεκτικά.
Ήταν ένα Μαγικό Ανθολόγιο!
Σε κάθε σελίδα υπήρχε ένα λουλούδι και δίπλα μια φράση:
“Για χαρά... δώσε μαργαρίτα.”
“Για θάρρος... δώσε ηλίανθο.”
“Για συγγνώμη... δώσε τριαντάφυλλο.”
Η Μυσρσίνη χαμογέλασε.
«Αυτό… θα με βοηθήσει να κάνω τους ανθρώπους πιο χαρούμενους!»
Και πραγματικά… εκείνη τη μέρα, το ανθοπωλείο της γέμισε κόσμο.
Πρώτη μπήκε μια μικρή κοπέλα, η Ελεονώρα, με σκυμμένο κεφάλι.
«Θέλω ένα λουλούδι… για να ζητήσω συγγνώμη στη φίλη μου.»
Η Μυσρσίνη άνοιξε το μαγικό βιβλίο, ακούμπησε το δάχτυλό της στην εικόνα, και τότε… ένα τριαντάφυλλο φωτίστηκε απαλά.
Η Ελεονώρα έφυγε τρέχοντας γεμάτη χαρά.
Μετά ήρθε ένας μπαμπάς που έτρεμε λίγο.
«Σήμερα θα δώσω την πρώτη μου ομιλία στη δουλειά… έχεις κάτι για το άγχος;»
Η Μυσρσίνη ξεφύλλισε το βιβλίο μέχρι που βρήκε τον ηλίανθο.
Όταν έδωσε το λουλούδι, το πρόσωπό του άλλαξε έμοιαζε πιο γενναίος.
Το απόγευμα, ο τελευταίος πελάτης ήταν μια γιαγιά.
«Θέλω ένα λουλούδι για να θυμίσω στον εγγονό μου… ότι τον αγαπώ.»
Η Μυσρσίνη βρήκε μια καρδιά σχεδιασμένη δίπλα από τις μαργαρίτες.
Της έδωσε μία, και η γιαγιά έφυγε σιγοτραγουδώντας.
Όταν έπεσε η νύχτα, η Μυσρσίνη έκλεισε το μαγαζί και κάθισε στο πάγκο της.
Το Μαγικό Ανθολόγιο έλαμψε ξανά.
Μια καινούρια σελίδα εμφανίστηκε, ολόλευκη, άδεια.
«Ένα καινούριο λουλούδι;» ρώτησε γεμάτη απορία.
Και τότε… σαν να το άκουσε, ένα μικρό, άγνωστο μπουμπούκι φύτρωσε στην άκρη του πάγκου.
Άσπρο, φωτεινό, με μικρές κρυστάλλινες σταγόνες πάνω στα πέταλα.
Η σελίδα γέμισε λέξεις:
“Για ελπίδα… δώσε ένα χαμόγελο και μία αγκαλιά.”
Η Μυσρσίνη έκλεισε το βιβλίο απαλά.
«Αύριο… κάποιος θα το χρειαστεί» είπε και χαμογέλασε.
Και έτσι, στο ανθοπωλείο της, κάθε λουλούδι δεν ήταν απλώς ένα δώρο… ήταν ένα μικρό μήνυμα αγάπης.
