Στην πιο μυρωδάτη γειτονιά της πόλης, εκεί όπου τα πρωινά τα πουλιά ξυπνούσαν από το άρωμα της κανέλας και της βανίλιας, υπήρχε ένα μικρό, φωτεινό μαγειρείο.
Η ταμπέλα απ’ έξω έγραφε με μεγάλα γράμματα:
«Ο Λάκης ο Μάγειρας, Νοστιμιές και Καλοσύνες».
Ο Λάκης ήταν ένας νεαρός μάγειρας με κόκκινα μάγουλα, καρό ποδιά και ένα καπέλο που ποτέ δεν στεκόταν ίσια. Όταν μαγείρευε, τραγουδούσε πάντα ένα χαρούμενο σκοπό και όλη η γειτονιά άκουγε τις κατσαρόλες του να χορεύουν.
Ένα πρωινό όμως… κάτι ήταν διαφορετικό.
Ο Λάκης άνοιξε την πόρτα του μαγειρείου του και η πόλη ήταν ήσυχη. Πολύ ήσυχη. Τα παιδιά δεν έπαιζαν στην πλατεία, ο φούρναρης δεν σφύριζε, οι γείτονες δεν χαιρετούσαν.
Ο Λάκης έγειρε το κεφάλι του στο πλάι.
«Πω πω… η χαρά της πόλης εξαφανίστηκε!» μουρμούρισε.
Και επειδή ήταν μάγειρας όχι μόνο φαγητού αλλά και χαμόγελων, μπήκε αμέσως στο μαγειρείο του αποφασισμένος.
Άναψε το μεγάλο του καζάνι, εκείνο που έκανε έναν μπλουμ μπλουμ ήχο σαν να τραγουδάει.
«Λοιπόν… σήμερα θα μαγειρέψω κάτι ξεχωριστό!» είπε και έβαλε την ποδιά του.
Άρχισε να ρίχνει μέσα τα πιο παράξενα υλικά· όχι πατάτες και καρότα αλλά υλικά της καρδιάς:
μια κουταλιά θάρρους,
λίγους κόκκους εμπιστοσύνης,
τρεις σταγόνες αγκαλιάς,
και μια μεγάλη δόση καλοσύνης.
Καθώς ανακάτευε με τη χρυσή του κουτάλα, το καζάνι άρχισε να λαμπυρίζει από μέσα σαν να έκαιγε ένα μικρό ήλιο.
«Ναι, ναι! Αυτή είναι η Σούπα της Χαράς!» είπε ο Λάκης.
Γέμισε ένα μεγάλο καρότσι με αχνιστά μπολ και βγήκε γρήγορα στον δρόμο.
Πρώτα πήγε στον μανάβη, που καθόταν μόνος στη γωνία.
«Ένα μπολάκι για σένα, φίλε!» είπε ο Λάκης.
Ο μανάβης ήπιε μια γουλιά… και τα μάτια του έλαμψαν.
«Μμμ… αυτό μου θύμισε τη μαμά μου!» είπε και χαμογέλασε πλατιά.
Μετά πήγε στα παιδιά της πλατείας.
Τα παιδιά ήταν σκυθρωπά, αλλά ο Λάκης τους πρόσφερε από ένα μπολ.
«Δοκιμάστε… έχει μέσα λίγη μαγεία!» τους είπε.
Τα παιδιά ήπιαν, και ξαφνικά άρχισαν να γελούν, να παίζουν μπάλα, να τρέχουν γύρω γύρω με χαρά που είχε λείψει από τη γειτονιά για μέρες.
Η μυρωδιά από τη σούπα απλώθηκε παντού, σαν αόρατο κύμα ζεστασιάς.
Οι άνθρωποι άνοιγαν τα παράθυρά τους, χαμογελούσαν, καλημερίζονταν ξανά.
Ο φούρναρης έβαλε μουσική, η κυρία με τα λουλούδια τραγουδούσε, κι ένα μικρό κορίτσι χάρισε στον Λάκη μια ζωγραφιά με μια τεράστια κατσαρόλα που χαμογελούσε.
Όταν ο Λάκης μοίρασε και το τελευταίο μπολ, κάθισε στο σκαλοπάτι του μαγειρείου του και χαμογέλασε.
«Ε, δεν θέλει πολύ… Μόνο μια κουταλιά καλοσύνη για να φτιάξει η μέρα!» είπε και έκλεισε το μάτι.
Κι έτσι, από εκείνη τη μέρα, οι κάτοικοι της πόλης ήξεραν ότι όποτε η χαρά χανόταν… το καζάνι του Λάκη ήταν εκεί για να τη φέρει πίσω.
Γιατί ο Λάκης ο Μάγειρας δεν μαγείρευε μόνο φαγητά.
Μαγείρευε χαμόγελα.
Και τα χαμόγελα… ήταν πάντα η πιο μαγική συνταγή του.
