Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριουδάκι, ζούσε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Λένα. Η Λένα πήγαινε κάθε πρωί στο σχολείο με τη σάκα της στην πλάτη και τα μαλλιά της πλεγμένα σε δυο κοτσίδες. Ήταν ευγενική και χαμογελαστή, αλλά... πολύ ντροπαλή.
Την ώρα του διαλείμματος καθόταν πάντα στο ίδιο παγκάκι, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, και κοιτούσε τα άλλα παιδιά που έπαιζαν κυνηγητό, σχοινάκι και μπάλα. Ήθελε κι εκείνη να παίξει μαζί τους, να γελάσει, να κάνει φίλους... Μα κάθε φορά που πήγαινε να σηκωθεί, μια φωνούλα μέσα της έλεγε:
«Κι αν μου πουν όχι; Κι αν δεν με θέλουν στην παρέα τους;»
Κι έτσι, καθόταν πάλι στη θέση της, ζωγραφίζοντας μικρές καρδιές στο τετράδιό της.
Μια μέρα, εκεί που φυσούσε απαλά ο άνεμος και τα φύλλα του δέντρου χόρευαν, κάτι μαγικό συνέβη. Από μια καρδιά που είχε ζωγραφίσει η Λένα, βγήκε μια μικρή λάμψη. Έλαμψε τόσο πολύ που η Λένα έκλεισε τα μάτια της. Κι όταν τα άνοιξε… είδε μπροστά της μια μικρή νεράιδα!
Ήταν χρυσαφένια, λαμπερή, με ροζ φτερά που έμοιαζαν με πέταλα λουλουδιών και ένα φόρεμα που γυάλιζε σαν πρωινή δροσιά.
- «Γεια σου, Λένα!» είπε η νεράιδα με φωνή γλυκιά σαν μελωδία.
- «Ποια… ποια είσαι;» ψιθύρισε η Λένα.
- «Είμαι η Αμορέλ, η Νεράιδα της Καρδιάς! Έρχομαι όταν κάποιος χρειάζεται θάρρος μέσα του. Η καρδιά σου με κάλεσε, Λένα!»
Η Λένα την κοίταξε με απορία.
- «Θάρρος; Εγώ; Μα εγώ φοβάμαι σχεδόν τα πάντα…»
Η Αμορέλ χαμογέλασε και πέταξε κοντά της, αγγίζοντας με το ραβδάκι της το στήθος της Λένας. Ένα μικρό φως άναψε μέσα στην καρδιά της.
- «Η καρδιά σου, μικρή μου, είναι γεμάτη αγάπη. Και όταν έχεις αγάπη, έχεις και θάρρος. Γιατί το θάρρος δεν είναι να μη φοβάσαι, είναι να κάνεις αυτό που θέλεις παρόλο που φοβάσαι!»
Η Λένα ένιωσε κάτι ζεστό να την πλημμυρίζει. Ήταν σαν να φώτισε ολόκληρος ο κόσμος γύρω της. Ένιωσε τη φωνούλα που τη σταματούσε να σβήνει σιγά σιγά.
Η Αμορέλ συνέχισε:
- «Πήγαινε τώρα, Λένα. Άκου την καρδιά σου και πες αυτό που θέλεις. Θα είμαι εδώ, δίπλα σου.»
Η Λένα σηκώθηκε σιγά σιγά από το παγκάκι. Πλησίασε τα παιδιά που έπαιζαν μπάλα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά ντουπ, ντουπ, ντουπ αλλά δεν ήταν φόβος. Ήταν κάτι άλλο. Ήταν θάρρος.
- «Μπορώ… μπορώ να παίξω κι εγώ μαζί σας;» είπε, με φωνή που έτρεμε λίγο αλλά ήταν γεμάτη ελπίδα.
Τα παιδιά γύρισαν και την κοίταξαν. Έπειτα ένα αγοράκι της χαμογέλασε.
- «Φυσικά! Έλα, είσαι στην ομάδα μας!»
Η Λένα δεν πίστευε στ’ αυτιά της! Έτρεξε, γέλασε, κλώτσησε τη μπάλα και για πρώτη φορά ένιωσε πως ανήκει κάπου. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν από τη χαρά.
Από εκείνη τη μέρα, η Λένα δεν καθόταν πια μόνη στο παγκάκι. Έπαιζε με τους φίλους της, ζωγράφιζε καρδιές στην άμμο και κάθε τόσο, όταν φυσούσε ο αέρας, νόμιζε πως άκουγε ένα ψιθύρισμα να της λέει:
- «Μπράβο, Λένα! Είδες; Η καρδιά σου ήξερε τον δρόμο!»
Και κάπου ψηλά, πάνω από το σχολείο, η μικρή νεράιδα Αμορέλ χαμογελούσε.
«Τώρα ξέρει κι εκείνη το μυστικό», είπε. «Όταν έχουμε καρδιά, μπορούμε να ζητήσουμε ό,τι επιθυμούμε γιατί η αγάπη είναι το πιο μεγάλο θάρρος του κόσμου!»
Και με ένα σύννεφο από ροζ σκόνη, η Αμορέλ πέταξε μακριά για να βοηθήσει ένα άλλο παιδάκι που χρειαζόταν κι εκείνο λίγο φως στην καρδιά του.
