Μια φορά κι έναν καιρό, στη μαγική Νεραιδοχώρα, ήρθε μια νύχτα διαφορετική απ’ όλες.
Ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα, τα αστέρια έσβησαν ένα-ένα και το φεγγάρι… κρύφτηκε πίσω από ένα μεγάλο, μαύρο σύννεφο.
Τα λουλούδια κουλουριάστηκαν, τα πουλιά σταμάτησαν να τραγουδούν,
κι όλο το δάσος έμεινε βουβό.
Μόνο ένα μικρό φως τρεμόπαιζε μέσα στις σκιές ήταν η Λίτα, η νεράιδα του Φωτός.
Η Λίτα είχε μαλλιά που έλαμπαν σαν τις πρώτες ακτίνες του ήλιου
και φτερά από χρυσή λάμψη που φώτιζαν απαλά το μονοπάτι.
Όμως κι αυτή, για λίγο, ένιωσε φόβο.
“Αν σβήσει κι αυτό το φως μου,” ψιθύρισε, “ποιος θα δείξει τον δρόμο στους άλλους;”
Κι όμως η Λίτα ήξερε πως το φως της δεν ήταν μόνο δικό της.
Ήταν η αγάπη όλων όσων είχε βοηθήσει.
Έτσι, πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε τα φτερά της και πέταξε ψηλά.
Φώτισε πρώτα το μονοπάτι των μικρών νεραϊδών, για να μη χαθούν.
Έπειτα, άναψε ξανά τα λουλούδια της νύχτας, που έλαμψαν σαν πολύχρωμα φαναράκια.
Και τέλος, πέταξε ως τον ουρανό, για να ξυπνήσει το φεγγάρι.
“Ξύπνα, παλιέ μου φίλε,” του είπε χαμογελώντας.
“Η Νεραιδοχώρα χρειάζεται το φως σου.”
Το φεγγάρι άνοιξε τα μάτια του, χαμογέλασε στη Λίτα,
και ξαφνικά, το σκοτάδι άρχισε να διαλύεται.
Τα αστέρια άναψαν ξανά, ένα ένα, σαν μικρές καρδιές στον ουρανό.
Η νύχτα γέμισε χρώματα, μουσική και φτερουγίσματα.
Όλες οι νεράιδες μαζεύτηκαν γύρω από τη Λίτα και της είπαν:
“Εσύ είσαι το φως που μας ενώνει. Όταν φοβόμαστε, εσύ μας θυμίζεις να λάμπουμε κι εμείς.”
Η Λίτα χαμογέλασε ήσυχα.
Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα.
Ένα μόνο φως αρκούσε για να φωτίσει όλο το σκοτάδι.
Και από τότε, κάθε φορά που η νύχτα γίνεται βαθειά και σιωπηλή,
οι μικρές νεράιδες ψιθυρίζουν:
“Κοίτα ψηλά… κάπου πετά ακόμα η Λίτα.”
