Κάπου, όχι πολύ μακριά από εδώ, σε μια πόλη όπου τα φώτα έμεναν πάντα αναμμένα, ζούσε ένα μικρό αγόρι που λεγόταν Αλέξανδρος.
Κάθε νύχτα, όταν τα άλλα παιδιά ταξίδευαν στα όνειρά τους, εκείνος απλώς… κοιτούσε το σκοτάδι.
Δεν έβλεπε τίποτα.
Ούτε ήρωες, ούτε αστέρια, ούτε μαγικά μέρη.
Έκλεινε τα μάτια του και περίμενε, μα τα όνειρα ποτέ δεν ερχόντουσαν.
Κι έτσι άρχισε να πιστεύει πως μέσα του κάτι έλειπε, πως η φαντασία του είχε χαθεί.
Μα εκείνη τη νύχτα, η νύχτα ήταν διαφορετική.
Ο αέρας μύριζε νυχτολούλουδο, κι ένα φως ασημένιο κύλησε απ’ το παράθυρο.
Μια λάμψη απλώθηκε στο δωμάτιο, και από μέσα της φανερώθηκε η Νύξια, η νεράιδα του Ονείρου.
Τα μαλλιά της κυμάτιζαν σαν καπνός φεγγαριού, και στα φτερά της γυάλιζαν μικρές σκόνες φωτός που άλλαζαν χρώματα σαν αναπνοές.
Το βλέμμα της ήταν γλυκό, αλλά βαθύ, σαν να είχε δει χιλιάδες όνειρα και να τα θυμόταν όλα.
Η Νύξια πλησίασε απαλά το αγόρι.
«Γιατί δεν κοιμάσαι, μικρέ;»
Ο Αλέξανδρος αναστέναξε.
«Προσπαθώ… μα δεν έρχονται ποτέ. Οι άλλοι βλέπουν παραμύθια, κι εγώ βλέπω μόνο σκοτάδι.»
Η Νύξια χαμογέλασε.
«Μα τα όνειρα δεν έρχονται μόνα τους. Θέλουν μια σπίθα από την καρδιά σου για να ανάψουν.»
Το αγόρι την κοίταξε μπερδεμένο.
«Κι αν η καρδιά μου δεν έχει σπίθα;»
Η νεράιδα έσκυψε κοντά του και ψιθύρισε:
«Κάθε καρδιά έχει φως, απλώς καμιά φορά κρύβεται πίσω από τους φόβους. Έλα, θα σε βοηθήσω να το βρεις.»
Άγγιξε το μέτωπό του με τα δάχτυλά της, κι αμέσως ο κόσμος γύρω τους άλλαξε.
Το δωμάτιο χάθηκε, και στη θέση του απλώθηκε μια θάλασσα από αστερόσκονη.
Τα βήματά τους άφηναν πίσω ιριδίζοντα κύματα.
«Πού είμαστε;» ρώτησε το παιδί, θαμπωμένο.
«Μέσα σου,» είπε η Νύξια. «Αυτό είναι το βασίλειο των ονείρων που φοβήθηκες να δεις.»
Πέρασαν δίπλα από δέντρα που είχαν φύλλα φτιαγμένα από φως, και ποτάμια που τραγουδούσαν αρχαίες μελωδίες.
Όμως, όσο προχωρούσαν, ο ουρανός σκοτείνιαζε.
Μπροστά τους υψωνόταν ένα μεγάλο πέπλο σκιών, το Πέπλο της Λήθης, εκεί όπου τα όνειρα χάνονται όταν κανείς πάψει να πιστεύει.
Η Νύξια έπιασε το χέρι του αγοριού.
«Πέρασε μέσα από αυτό. Εκεί κρύβεται η φλόγα σου.»
Ο Αλέξανδρος δίστασε, μα έκανε το βήμα.
Οι σκιές τον τύλιξαν, κι άκουσε τις φωνές των φόβων του —
«Δεν μπορείς»,
«Δεν αξίζεις»,
«Δεν θα ονειρευτείς ποτέ».
Μα μέσα στο σκοτάδι, ένιωσε κάτι να πάλλεται στην καρδιά του.
Ένα μικρό φως. Μια μικρή σπίθα.
«Νύξια… τη βλέπω!»
Η φωνή της ακούστηκε σαν άνεμος:
«Άφησέ τη να μεγαλώσει!»
Κι έτσι έκανε.
Το φως απλώθηκε, έσπασε το πέπλο, κι ο ουρανός ξανάγινε γεμάτος αστέρια.
Η Νύξια χαμογέλασε, βλέποντας το παιδί να αιωρείται ανάμεσα στα όνειρά του, τώρα δικά του, ζωντανά, πολύχρωμα.
Πριν ξημερώσει, η νεράιδα τον άφησε απαλά στο κρεβάτι του.
«Θα ξαναέρθεις;» τη ρώτησε νυσταγμένα.
«Δε θα χρειαστεί,» είπε εκείνη. «Τώρα τα όνειρα ξέρουν πού να σε βρουν.»
Και καθώς έφευγε, η φωνή της ακούστηκε σαν ψίθυρος φεγγαριού:
«Κάθε παιδί μπορεί να ονειρευτεί, αρκεί να θυμάται πως τα όνειρα δεν είναι για να κοιμάσαι… είναι για να ξυπνάς μέσα σου.»
