Στο Δάσος των Τεσσάρων Στοιχείων, εκεί όπου κάθε ρίζα ψιθυρίζει μυστικά και τα φύλλα μιλούν τη γλώσσα της ζωής, ζούσε η Λιόλια, η νεράιδα της Φύσης.
Είχε μάτια πράσινα σαν νεαρά φύλλα μετά τη βροχή και φτερά που έμοιαζαν με πέταλα από φως και δροσιά.
Με κάθε της βήμα, το χώμα πρασίνιζε· κι όταν γελούσε, οι σπόροι ξυπνούσαν από τον ύπνο τους και άνθιζαν σε χρώματα που δεν είχε ξαναδεί ο ήλιος.
Η Λιόλια αγαπούσε όλα τα πλάσματα της γης, τα δέντρα, τα λουλούδια, ακόμα και τις μικρές ρίζες που πάλευαν να βρουν φως.
Όμως, υπήρχε ένας σπόρος που την μπέρδευε.
Ήταν φυτεμένος στην καρδιά του δάσους, μέσα σε ένα μικρό ξέφωτο.
Η Λιόλια τον φρόντιζε κάθε μέρα.
Του τραγουδούσε, του έδινε νερό, άνοιγε τα φύλλα γύρω του για να τον λούζει ο ήλιος.
Κι όμως… δεν άνθιζε.
Περνούσαν μέρες, μετά εβδομάδες, και ο σπόρος παρέμενε σιωπηλός.
Η Λιόλια άρχισε να ανησυχεί.
«Τι κάνω λάθος;» ρώτησε μια μέρα τη Νεφέλη, τη νεράιδα του Ανέμου, που περνούσε παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα δέντρα.
«Ίσως φυσώ πολύ δυνατά και τον τρομάζω!» της είπε εκείνη γελώντας.
Η Λιόλια χαμογέλασε, μα μέσα της ένιωθε στεναχώρια.
Έσκυψε πάνω απ’ τον σπόρο και ψιθύρισε:
«Σε παρακαλώ, μικρέ μου, ξύπνα. Όλοι γύρω σου άνθισαν… γιατί όχι κι εσύ;»
Αλλά ο σπόρος έμενε ακίνητος.
Ένα βράδυ, απογοητευμένη, πήγε στο ποτάμι να δει το φεγγάρι.
Η αντανάκλασή του έμοιαζε με λουλούδι από φως.
Κι εκείνη τη στιγμή, δίπλα της, ακούστηκε μια απαλή φωνή, η Εστία, η νεράιδα της Φλόγας.
«Μερικά πράγματα δεν χρειάζονται περισσότερη φροντίδα, Λιόλια,» της είπε ήρεμα.
«Χρειάζονται περισσότερο χρόνο.»
Η Λιόλια σκέφτηκε τα λόγια της.
Ίσως είχε προσπαθήσει πολύ.
Ίσως ο σπόρος δεν ήθελε πίεση, μόνο υπομονή.
Την επόμενη μέρα, δεν του μίλησε.
Δεν τον άγγιξε.
Απλώς κάθισε κοντά του και του κράτησε συντροφιά.
Οι μέρες πέρασαν, και εκείνη τον επισκεπτόταν κάθε πρωί, μόνο για να του χαμογελάσει.
Ούτε τραγούδια, ούτε μαγικά.
Μόνο σιωπή και φως.
Κι ύστερα, ένα πρωινό, συνέβη κάτι μικρό, σχεδόν αδιόρατο.
Το χώμα ράγισε απαλά,
κι από μέσα πρόβαλε ένα μικρό, πράσινο βλαστάρι.
Η Λιόλια ένιωσε την καρδιά της να γεμίζει φως.
Έσκυψε, ψιθύρισε «ευχαριστώ»,
και ο άνεμος έφερε τη φωνή της μακριά, μέχρι τις κορυφές των δέντρων.
Από τότε, η Λιόλια έμαθε πως η φύση δεν βιάζεται ποτέ.
Κάθε σπόρος έχει τη δική του εποχή,
το δικό του φως,
τον δικό του ρυθμό να ανθίσει.
Έτσι, όταν πια φρόντιζε τα φυτά του δάσους, δεν τα παρακινούσε·
τους έδινε χώρο, ηρεμία και πίστη.
Και όταν κάποιο παιδί τη ρωτούσε γιατί ένα λουλούδι δεν μεγαλώνει,
η Λιόλια χαμογελούσε και απαντούσε:
«Γιατί μαθαίνει ακόμα να περιμένει τον ήλιο.»
