Σε μια χώρα που δεν φαινόταν με τα μάτια, αλλά με την καρδιά, εκεί όπου όλα ήταν φτιαγμένα από ήχους, ζούσε μια μικρή νότα.
Ήταν φωτεινή και παιχνιδιάρικη, και κάθε μέρα τραγουδούσε μαζί με τις άλλες νότες στο μεγάλο τραγούδι της Μελωδίας.
Η Μελωδία ήταν η ψυχή όλου του κόσμου· ήταν η φωνή του ανέμου, το χτύπημα της βροχής, το γέλιο των παιδιών, το νανούρισμα της νύχτας.
Κάθε νότα είχε τη θέση της, κι όταν όλες ενώνονταν, δημιουργούσαν μια μουσική που μπορούσε να γιατρέψει λύπες και να ξυπνήσει χαμόγελα.
Μα μια μέρα, η μικρή νότα, που λεγόταν Λά, ξύπνησε με μια ανήσυχη σκέψη.
«Αναρωτιέμαι… αν σταματήσω να τραγουδώ, θα το καταλάβει κανείς;»
Έτσι, κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο ήχου, και σώπασε.
Για πρώτη φορά, το μεγάλο τραγούδι ακούστηκε αλλιώτικο. Κάτι έλειπε. Ήταν όμορφο ακόμα, μα… άδειο.
Οι άλλες νότες συνέχισαν να παίζουν, προσπαθώντας να μη χαλάσουν τη μελωδία, μα η Μελωδία, που ένιωθε κάθε παλμό σταμάτησε.
Η Μελωδία έγειρε το κεφάλι της, αφουγκράστηκε και ψιθύρισε:
«Κάποια φωνή δε χτυπά πια μαζί μας. Κάποια φωνή σιώπησε.»
Κι έτσι άρχισε να την ψάχνει.
Πέρασε μέσα από σιωπές, μέσα από κελύφη ήχων που δεν έβγαζαν πια φως, ώσπου την είδε τη μικρή Λά καθισμένη στην άκρη μιας παύσης.
Η Μελωδία πλησίασε τρυφερά.
«Γιατί δεν τραγουδάς, μικρή μου;»
Η Λά χαμήλωσε το βλέμμα.
«Δεν είμαι τόσο όμορφη όσο οι άλλες. Η Ντο λάμπει καθαρά, η Μι γελά, η Σολ έχει δύναμη… κι εγώ; Εγώ κάνω το τραγούδι να σταματά. Ίσως… να μην χρειάζομαι πια.»
Η Μελωδία γονάτισε δίπλα της και χαμογέλασε.
«Ξέρεις τι είναι μια μελωδία χωρίς παύση; Μια φωνή χωρίς ανάσα. Και χωρίς τη Λά… η γέφυρα ανάμεσα στις άλλες νότες χάνεται. Κάθε φωνή, ακόμα κι η πιο σιγανή, κρατά τον κόσμο σε ισορροπία.»
Η μικρή νότα την κοίταξε διστακτικά.
«Μα… εγώ δεν φτιάχνω τίποτα σπουδαίο. Είμαι μόνο ένα μικρό κομμάτι.»
«Ακριβώς!» είπε γελώντας η Μελωδία.
«Κάθε μεγάλο τραγούδι είναι φτιαγμένο από μικρά κομμάτια. Όπως κάθε μέρα είναι φτιαγμένη από μικρές στιγμές. Αν λείψει έστω μία, η αρμονία χάνει το χαμόγελό της.»
Κι έτσι, η Μελωδία της έπιασε το χέρι, ή μάλλον, το φως της, και την οδήγησε πίσω στη θέση της μέσα στο τραγούδι.
Όταν η Λά ξανατραγούδησε, ο κόσμος γέμισε φως. Ο άνεμος χόρεψε, το νερό έλαμψε, κι όλα ξαναβρήκαν τον ρυθμό τους.
Η Μελωδία ψιθύρισε απαλά:
«Τώρα βλέπεις; Κανείς δεν είναι μικρός μέσα στο τραγούδι της ζωής. Μόνο μοναδικός.»
Από τότε, κάθε φορά που ένα παιδί μαθαίνει μουσική και ψάχνει να βρει τη σωστή νότα, αν ακούσει προσεκτικά, ίσως νιώσει μια μικρή φωνούλα να του λέει:
«Είμαι εδώ… είμαι η Λά. Μην ξεχνάς κάθε φωνή έχει τη θέση της.»
