Η Εστία ήταν η νεράιδα της φωτιάς, μικρή, λαμπερή και ζωηρή. Τα φτερά της έμοιαζαν με φλόγες που χόρευαν στον άνεμο, και κάθε φορά που γελούσε, μικρές σπίθες τινάζονταν γύρω της σαν μικρά αστέρια.
Ζούσε στη Νεραϊδοχώρα, εκεί όπου κάθε νεράιδα είχε δικό της χάρισμα: η Άνθεα έφερνε άνθη, η Γλαύκη τραγουδούσε τον άνεμο, η Δάφνη μιλούσε στα δέντρα. Η Εστία, όμως… έφερνε ζεστασιά και φως. Κάθε βράδυ άναβε τη μεγάλη μαγική φωτιά στο κέντρο του Δάσους των Ονείρων, ώστε όλες οι νεράιδες να μπορούν να ξεκουράζονται δίπλα στη λάμψη της.
Μέχρι που ήρθε ο χειμώνας.
Όχι ένας κανονικός χειμώνας… αλλά ένας παγωμένος, σκοτεινός άνεμος που κατέβηκε ξαφνικά από τα Βουνά των Παγωνιάς. Τα φύλλα έγιναν λευκά σαν κρύσταλλο, τα δέντρα πάγωσαν, και οι μικρές νεράιδες άρχισαν να τρέμουν από το κρύο.
«Εστία, άναψε τη φωτιά!» φώναξαν οι φίλες της.
Η Εστία προσπάθησε. Ύψωσε τα χέρια της, συγκέντρωσε φλόγα… αλλά τίποτα δεν άναψε. Η φλόγα της έσβησε μέσα στην παγωνιά. Ο φόβος μπήκε στην καρδιά της σαν πάγος.
– «Δεν… δεν μπορώ…» ψιθύρισε. «Φοβάμαι ότι δεν είμαι αρκετά δυνατή…»
Η παγωνιά δυνάμωσε. Μια μια οι νεράιδες κουλουριάστηκαν, τα φτερά τους πάγωσαν… και το δάσος σώπασε.
Η Εστία κάθισε μόνη σε έναν παγωμένο κορμό. Η καρδιά της ήταν βαριά. «Τι αξίζει μια νεράιδα της φωτιάς… αν δεν μπορεί να ζεστάνει κανέναν;»
Τότε άκουσε έναν αχνό ψίθυρο…
«Η φωτιά δεν ζει στα χέρια σου, Εστία… ζει στην καρδιά σου.»
Ήταν η φωνή της παλιάς φύλακα-νεράιδας, που κάποτε της είχε μάθει ότι η αληθινή φλόγα δεν είναι δυνατή όταν δεν φοβάσαι αλλά όταν προχωράς παρ’ όλο που φοβάσαι.
Η Εστία έκλεισε τα μάτια της. Θυμήθηκε τα γέλια με τις φίλες της, τις νύχτες γύρω από τη φωτιά, τις ζεστές αγκαλιές. Θυμήθηκε πόσο αγαπούσε να βλέπει τα πρόσωπά τους να φωτίζονται.
Έβαλε το χέρι στην καρδιά της. Ένα μικρό, αδύναμο φως άναψε μέσα της σαν σπίθα.
«Δεν είμαι μόνη. Τις αγαπώ… και θέλω να τις ζεστάνω.»
Η σπίθα έγινε φλόγα. Η φλόγα έγινε λάμψη. Τα φτερά της άναψαν ξανά, αυτή τη φορά πιο θερμά από ποτέ.
Η Εστία σηκώθηκε με θάρρος. Πήγε στη μεγάλη, παγωμένη πέτρα όπου βρισκόταν η παλιά φωτιά. Άγγιξε την καρδιά της… και μετά άνοιξε τα χέρια της.
ΦΟΥΟΥΥΥΣΣΣ!
Μια μεγάλη φλόγα ξεπήδησε σαν αναπνοή ελπίδας και τύλιξε τη φωτιά του δάσους, κάνοντάς την να λάμψει και πάλι!
Οι νεράιδες ξύπνησαν, ζεστάθηκαν, και τα φτερά τους πήραν χρώμα. Όλα γύρω άρχισαν να λιώνουν από το κρύο… όχι από θερμότητα μόνο, αλλά από αγάπη.
Η Άνθεα έτρεξε προς την Εστία και την αγκάλιασε.
- «Εσύ… έσωσες τη ζούγκλα.»
Η Εστία χαμογέλασε.
- «Όχι εγώ… η φωτιά μέσα μας.»
Από τότε, κάθε φορά που κάποια νεράιδα ένιωθε φόβο ή κρύο στην καρδιά της, πήγαινε κοντά στην Εστία, όχι για να ζεσταθεί στο φως της… αλλά για να θυμηθεί τη δική της φλόγα.
