Ο ήλιος ανέβαινε πάνω από τη γειτονιά και τα πρώτα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στις κεραμοσκεπές.
Ο Κάνις, ένα μικρό λευκό κανίς με σγουρά μαλλιά σαν συννεφάκι, ξύπνησε με ένα μεγάλο χασμουρητό.
Τέντωσε τα ποδαράκια του, κούνησε χαρούμενα την ουρά του και κοίταξε γύρω.
Η μέρα είχε ξεκινήσει!
Κάθε πρωί, ο Κάνις είχε μια αποστολή να κάνει όλους χαρούμενους.
Δεν ήταν εύκολο μα εκείνος πίστευε ότι ένα χαμόγελο μπορούσε να αλλάξει τα πάντα.
Στην αρχή πήγε στον κύριο Στέφανο, τον φούρναρη.
Ο Κάνις μπήκε στο μαγαζί, κουνώντας την ουρά του σαν μετρονόμο χαράς.
Ο φούρναρης ήταν αγχωμένος γιατί τα κουλούρια δεν φούσκωναν.
Ο Κάνις κάθισε δίπλα του και ακούμπησε απαλά το ποδαράκι του στο παπούτσι του.
Ένα «γουφ» μικρό και γλυκό, κι αμέσως ο κύριος Στέφανος χαμογέλασε.
- «Α, μικρέ μου, να σε είχα για βοηθό!» είπε γελώντας.
Μετά, ο Κάνις πήγε στην παιδική χαρά. Εκεί είδε τη μικρή Λένα, που καθόταν μόνη της, χωρίς να παίζει.
Ο Κάνις πλησίασε αργά, άφησε τη μύτη του να γλιστρήσει πάνω στο χέρι της.
Η Λένα γέλασε!
- «Εσύ είσαι ο πιο γλυκός φίλος του κόσμου!» του είπε και του πέταξε μια μπαλίτσα.
Η μπαλίτσα έπεσε στη λιμνούλα.
Ο Κάνις βούτηξε χωρίς δεύτερη σκέψη!
Βγήκε μούσκεμα, τίναξε το νερό πάνω της κι εκείνη ξέσπασε σε γέλια!
Το απόγευμα, όταν γύρισε σπίτι, η κυρία Άννα τον αγκάλιασε.
- «Κάθε μέρα φέρνεις χαρά, μικρέ μου ήρωα!»
Ο Κάνις κουλουριάστηκε στα πόδια της και σκέφτηκε πως ίσως αυτό να ήταν το μυστικό της χαράς:
να δίνεις λίγο από την αγάπη σου, κάθε μέρα, σε κάποιον που το χρειάζεται.
Και εκεί, στο μικρό του καλαθάκι, αποκοιμήθηκε χαμογελαστός, με την ουρά του να κουνιέται ακόμα λίγο σαν να έλεγε “ευχαριστώ”.
