Ήταν ένα ήσυχο βράδυ στην Πόλη. Όλα τα ζωάκια είχαν κουλουριαστεί στα κρεβατάκια τους, έτοιμα για ύπνο. Μόνο η μικρή Λούση, ένα παιχνιδιάρικο γατάκι με μαλακά αυτιά και μεγάλη καρδιά, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι.
Από το παράθυρό της, είδε κάτι λαμπερό στον ουρανό. Ήταν το φεγγάρι, ολόστρουμπο και στρογγυλό σαν… ένα τέλειο μπαλάκι!
«Ω! Τι όμορφη μπάλα!», νιαούρισε χαρούμενα. «Ποιος την άφησε εκεί πάνω; Αν τη φτάσω, θα παίξουμε μαζί!»
Η Λούση ανέβηκε στο παράθυρο, στάθηκε στις πατούσες της και πήδηξε!
Μία φορά, δύο, τρεις… Το φεγγάρι, όμως, δεν κατέβηκε ποτέ.
Χαμογελούσε απλώς ήσυχα μέσα από το σκοτάδι, σαν να της έλεγε:
«Παίζουμε αλλιώς, μικρή μου φίλη. Με φως και όνειρα.»
Η Λούση κάθισε λαχανιασμένη. Έγειρε το κεφαλάκι της στο περβάζι και κοίταξε ξανά το φεγγάρι.
Η αντανάκλασή του φώτιζε τα μάτια της, και για λίγο της φάνηκε πως το φεγγάρι της έκλεισε το μάτι!
«Καληνύχτα, μπαλίτσα του ουρανού…» ψιθύρισε με νυσταγμένη φωνή.
Κι εκεί, με το φως του φεγγαριού να γλιστρά πάνω στο τρίχωμά της, η Λούση αποκοιμήθηκε.
Στο όνειρό της, βρισκόταν σ’ έναν απαλό ουρανό, όπου το φεγγάρι κύλαγε δίπλα της σαν φίλος.
Έτρεχαν μαζί πάνω σε σύννεφα, γέλαγαν και άφηναν πίσω τους αστραφτερές ουρές φωτός.
Το πρωί, η Λούση ξύπνησε με μια μικρή ακτίνα να φωτίζει τη μουσούδα της.
Κοίταξε το παράθυρο αλλά το φεγγάρι είχε χαθεί. Μα μέσα της ήξερε ότι θα την περιμένει πάλι το βράδυ, να παίξουν με φως και όνειρα, όπως μόνο οι φίλοι της νύχτας ξέρουν.
