Σε μια μικρή γειτονιά του Παρισιού, ανάμεσα σε μυρωδιές από φρέσκο ψωμί και ζεστά κρουασάν, ζούσε ένα γλυκό γαλλικό μπουλντόγκ που το έλεγαν Φρανσουά. 🐾
Ο Φρανσουά το γαλλικό μπουλντόγκ δεν ήταν ένα συνηθισμένο σκυλάκι. Κάθε πρωί, όταν περνούσε έξω από το φούρνο του κυρίου Πιερ, έκλεινε τα μάτια και ρουφούσε βαθιά την ευωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού.
«Αχ... αν ήμουν κι εγώ φούρναρης!» σκεφτόταν. «Θα έφτιαχνα τα πιο λαχταριστά κρουασάν του κόσμου!»
Κάθε βράδυ, όταν ξάπλωνε στο μικρό του κρεβατάκι, ονειρευόταν πως φορούσε έναν λευκό σκούφο, κρατούσε πλάστη και κουτάλα, κι έψηνε χιλιάδες χρυσαφένια κρουασάν.
Στο όνειρό του, οι περαστικοί σταματούσαν, έκλειναν τα μάτια και χαμογελούσαν.
Η μυρωδιά ήταν τόσο γλυκιά… που ακόμα κι ο άνεμος έπαιρνε μαζί του ψίχουλα και τα σκόρπιζε στην πόλη!
Ένα πρωί, ο κύριος Πιερ τον είδε να κοιτάει μέσα από τη βιτρίνα και χαμογέλασε.
«Φρανσουά, φαίνεται πως έχεις ταλέντο στο να αγαπάς το ψωμί!» είπε.
Και του φόρεσε έναν μικρό λευκό φούρναρη σκούφο.
«Από σήμερα είσαι ο βοηθός μου!»
Ο Φρανσουά δεν πίστευε στα αυτιά του!
Έτρεξε μέσα στον φούρνο, τίναξε το αλεύρι, ανακάτεψε τη ζύμη και βοήθησε να φουσκώσουν τα πρώτα του κρουασάν.
Όταν βγήκαν από τον φούρνο, όλη η γειτονιά μοσχοβόλησε.
Τα παιδιά άρχισαν να μαζεύονται μπροστά στην πόρτα, γελώντας και τραγουδώντας:
«Φρανσουά, Φρανσουά,
ψήσε κι άλλο κρουασάν!
Της καρδιάς τη λιχουδιά,
για να φάνε τα παιδιά!»
Ο Φρανσουά χαμογέλασε.
Δεν ήταν πια απλώς ένα σκυλάκι που ονειρευόταν.
Ήταν ο φούρναρης της χαράς και κάθε μέρα, με κάθε μπουκιά,
έφτιαχνε τον κόσμο λίγο πιο γλυκό.
