Στην καρδιά της ζούγκλας, εκεί όπου τα δέντρα αγγίζουν τον ουρανό και τα χρώματα των λουλουδιών μοιάζουν με ζωγραφιά, ζούσε η μικρή μαϊμού Μάρα. Όλη μέρα κοιτούσε τα πουλιά που πετούσαν πάνω από τις κορυφές. Οι παπαγάλοι με τα κόκκινα φτερά, τα τούκαν με τα τεράστια ράμφη, ακόμα και τα μικρά σπουργίτια έκαναν στροφές στον αέρα.
«Αχ… μακάρι να μπορούσα κι εγώ να πετάξω!» σκεφτόταν η Μάρα.
Έτσι άρχισε τα πειράματα. Έδεσε φύλλα μπανανιάς στα χέρια της σαν φτερά, πήδηξε από ένα χαμηλό κλαδί και… ΜΠΑΦ! Έπεσε σε μια λίμνη λάσπης. Δεν το έβαλε κάτω, σηκώθηκε σκούπισε τις λάσπες από πάνω της , μάζεψε καρύδες, τις έδεσε με πλατιά φύλλα και προσπάθησε να τις χρησιμοποιήσει σαν μπαλόνια. Αλλά οι καρύδες έπεσαν στο κεφάλι της και οι άλλες μαϊμούδες ξεκαρδίστηκαν.
Μια μέρα, καθώς κοιτούσε με ζήλια έναν αετό να χάνεται στον ουρανό, ένα παλιό σοφό παπαγαλάκι πέταξε δίπλα της.
- «Μικρή Μάρα, δεν χρειάζεται να πετάξεις για να φτάσεις ψηλά. Εσύ έχεις άλλο χάρισμα.»
- «Ποιο;» ρώτησε απογοητευμένη.
- «Κοίτα γύρω σου. Εσύ σκαρφαλώνεις πιο γρήγορα απ’ όλους!»
Η Μάρα το σκέφτηκε. Άρπαξε ένα χοντρό κλαδί και άρχισε να σκαρφαλώνει. Πιο ψηλά, πιο ψηλά, ώσπου έφτασε στην κορυφή του πιο μεγάλου δέντρου. Από εκεί, είδε όλη τη ζούγκλα να απλώνεται σαν χαλί από πράσινο χρώμα , ποτάμια που έλαμπαν σαν ασημένιες κορδέλες και τον ήλιο να χρυσίζει τα πάντα.
Ο αέρας φύσηξε στο πρόσωπό της. Ένιωσε σαν να πετάει στ’ αλήθεια. Και χαμογέλασε.
Από τότε, η Μάρα είχε βρει τον δικό της τρόπο να αγγίζει τον ουρανό.
