Στο φωτεινό Δάσος της Χαράς, ζούσε ο πιο γρήγορος, ο πιο παιχνιδιάρης λαγός: ο Ρίκο.
Πηδούσε από πέτρα σε πέτρα, έκανε τούμπες, χοροπηδούσε τόσο γρήγορα που όλοι τον έλεγαν «ο Ανεμοπόδαρος».
Όμως… ο Ρίκο είχε ένα μικρό μυστικό.
Από καιρό του άρεσε μια γλυκιά, κομψή χελώνα, η Μπέτυ.
Εκείνη περπατούσε αργά, με χάρη, σαν να χόρευε πάνω στη γη.
Το καβούκι της γυάλιζε, είχε ζωγραφιές λουλουδιών, και πάντα χαμογελούσε ευγενικά.
Ο Ρίκο θαύμαζε την Μπέτυ σε κάθε της βήμα…
αλλά ντρεπόταν τόσο πολύ να της μιλήσει!
- Είσαι γρήγορος σαν άνεμος… αλλά ντροπαλός σαν ποντικάκι, του έλεγαν τα φίδια, τα πουλιά και οι σκίουροι.
Ο Ρίκο μόνο κοκκίνιζε.
Μια μέρα, καθώς η Μπέτυ μάζευε λουλουδάκια για να στολίσει το καβούκι της, ο Ρίκο πέρασε τρέχοντας… έκανε δύο κύκλους γύρω της… και σταμάτησε απότομα.
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.
Ήθελε να της μιλήσει. Να της πει κάτι ωραίο. Να της πει πως τη συμπαθεί πολύ.
Αλλά του ξέφυγε κάτι άλλο:
- Θες… να παραβγούμε στο τρέξιμο;
Η Μπέτυ σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε γλυκά.
- Αν αυτό θες, Ρίκο, ναι! Αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ. Δεν είμαι γρήγορη σαν κι εσένα.
Ο Ρίκο χαμογέλασε αμήχανα. Δεν το έκανε για να κερδίσει…
Το έκανε για να την εντυπωσιάσει και για να έχει μια δικαιολογία να είναι μαζί της.
Την επόμενη μέρα, όλα τα ζώα μαζεύτηκαν.
Οι σκίουροι ανέβηκαν στα δέντρα.
Τα πουλιά péταξαν ψηλά.
Ακόμα και η αλεπού έφερε σφυρίχτρα.
- Στις θέσεις σας… έτοιμοι… ΠΑΜΕ!
Ο Ρίκο έφυγε γρήγορα λες και πετάχτηκε από σφεντόνα.
Τόσο γρήγορα που άφησε πίσω του μικρές ριπές αέρα.
Η Μπέτυ ξεκίνησε ήρεμα, με βηματάκια σταθερά και τρυφερά.
- Θα της δείξω τι μπορώ! σκέφτηκε ο Ρίκο.
Και έτρεξε… πολύ μπροστά. Τόσο μπροστά… που δεν την έβλεπε πια.
Βρήκε μια σκιά κάτω από ένα δέντρο, κουλουριάστηκε… και είπε:
- Ε, ας ξαπλώσω λίγο… Είμαι τόσο μπροστά… Δε θα με φτάσει ποτέ…
Και… κοιμήθηκε!
Με το ένα αυτί να πετάει πάνω κάτω όταν ροχάλιζε.
Η Μπέτυ, με το ήρεμο βήμα της, συνέχισε.
Σκαρφάλωσε μικρά βότσαλα, πέρασε ένα ρυάκι, ανέβηκε έναν λόφο…
Και όταν έφτασε στη σκιά του δέντρου, είδε τον Ρίκο να κοιμάται με ένα χαμόγελο!
Χαμογέλασε κι εκείνη.
- Γλυκούλης είσαι, αλλά ο αγώνας συνεχίζεται! είπε ήρεμα.
Και με σταθερές ανάσες, πέρασε δίπλα του και συνέχισε μέχρι τη γραμμή τερματισμού.
Όταν έφτασε…
Όλα τα ζώα ξέσπασαν σε χειροκροτήματα!
- ΜΠΕΤΥ!
- ΜΠΕΤΥ!
-ΜΠΕΤΥ!
Λίγο αργότερα, έφτασε λαχανιασμένος και ο Ρίκο που είχε ξυπνήσει πανικόβλητος.
Εκείνη τον περίμενε με χαμόγελο.
- Συγχαρητήρια, Μπέτυ… είπε χαμηλόφωνα.
- Ευχαριστώ, Ρίκο, αλλά ξέρεις… το τρέξιμο δεν είναι όλα.
- Ξέρω, ξέρω…
Ο Ρίκο πήρε μια βαθιά ανάσα.
Τώρα ήταν η στιγμή.
- Μπέτυ… ήθελα να σου μιλήσω εδώ και μέρες… αλλά ντρεπόμουν. Σ’ εκτιμώ πολύ! Μου αρέσει που είσαι γλυκιά, ήρεμη… και γενναία.
Η χελώνα κοκκίνισε.
Τα ζωάκια περίμεναν με μάτια ανοιχτά.
- Και εσύ, Ρίκο… μου αρέσει που έχεις καλή καρδιά. Μπορεί να τρέχεις γρήγορα… αλλά η καρδιά σου τρέχει ακόμη πιο όμορφα.
Ο Ρίκο ένιωσε τα μουστάκια του να γαργαλούν.
Χαμογέλασε μέχρι τα αυτιά.
Και τότε, όλα τα ζώα φώναξαν:
- ΖΗΤΩ Η ΦΙΛΙΑ!
- ΖΗΤΩ Ο ΡΙΚΟ!
- ΖΗΤΩ Η ΜΠΕΤΥ!
Από εκείνη τη μέρα, ο Ρίκο δεν ντρεπόταν πια.
Περπατούσε δίπλα στη Μπέτυ, αργά αργά γιατί η φιλία… δεν θέλει βιασύνη.
Και κάθε μέρα της έλεγε:
- Χαίρομαι που είσαι η φίλη μου.
Κι εκείνη του απαντούσε:
- Κι εγώ… ο αγαπημένος μου λαγός του δάσους.
