Στον μαγικό βυθό, όλοι ήξεραν τον Αντρέα τον Χταπόδη. Ήταν γελαστός, είχε οχτώ πλοκάμια που ποτέ δεν έμεναν ήσυχα και λάτρευε τη μουσική. Από μικρός, άκουγε τη γιαγιά του να παίζει πιάνο και γαλήνευε σαν κύμα που απλώνεται στην αμμουδιά. Όμως ο Αντρέας δεν ήθελε να μείνει μόνο σε όσα είχε μάθει· ήθελε να πειραματιστεί, να ανακαλύψει νέους ήχους, και ονειρευόταν να φτιάξει μουσική που να ταξιδεύει σε όλες τις θάλασσες.
Μια μέρα, ενώ έπαιζε στον μικρό του συνθεσάιζερ δίπλα στην ταβέρνα του πατέρα του, ένα καβούρι πελάτης του είπε:
– «Ξέρεις, Αντρέα, στη θάλασσα της Καραϊβικής υπάρχει ένα παλιό πιάνο που έχει μαγικούς ήχους. Αν καταφέρεις να παίξεις σε αυτό, θα μάθεις μυστικά που δεν γράφονται σε καμιά παρτιτούρα.»
Ο Αντρέας άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Η Καραϊβική! Εκεί ήταν η καταγωγή της μητέρας του, κι εκεί είχε ακούσει για πρώτη φορά τη ρέγκε μουσική. Χωρίς να χάσει χρόνο, μάζεψε τα πλοκάμια του και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι.
Πέρασε από σκοτεινά φαράγγια, γνώρισε φάλαινες που του έδειξαν τον δρόμο, και καβούρια που προσπάθησαν να του κλέψουν το σακίδιό του. Ο Αντρέας, όμως, είχε χιούμορ και καλή καρδιά· μ’ ένα αστείο και λίγη μουσική τους έκανε όλους φίλους.
Όταν έφτασε στην Καραϊβική, βρήκε το πιάνο σκεπασμένο από άμμο, κρυμμένο μέσα σε ένα παλιό ναυάγιο. Τα πλήκτρα του ήταν ξεθωριασμένα, αλλά μόλις ακούμπησε το πρώτο, ένας ήχος τόσο καθαρός βγήκε που τα ψάρια γύρω σταμάτησαν να κολυμπούν για να ακούσουν. Ο Αντρέας άρχισε να παίζει ρέγκε ρυθμούς, αλλά και μελωδίες που συνδύαζαν παραδοσιακή μουσική με ηλεκτρονικούς ήχους.
Και τότε συνέβη κάτι απίστευτο: το πιάνο άρχισε να φωτίζει και να βγάζει χρώματα με κάθε νότα. Τα νερά γέμισαν πράσινες και κόκκινες ακτίνες σαν φεστιβάλ! Ένα κοπάδι δελφινιών ήρθε να χορέψει, κι ακόμη και οι καβουροπειρατές έβγαλαν τα καπέλα τους και άρχισαν να κουνούν τις δαγκάνες τους στον ρυθμό.
Ο Αντρέας ανακάλυψε τότε το μυστικό: η μουσική δεν ήταν μόνο για να παίζεται σωστά, αλλά για να ενώνει όλο τον κόσμο. Με το πιάνο της Καραϊβικής στα χέρια του, πήρε την έμπνευση που έψαχνε και γύρισε πίσω στον Νέο Βυθό, πιο αποφασισμένος από ποτέ να φτιάξει μια μπάντα με τους φίλους του.
Από εκείνη τη μέρα, όποτε έπαιζε συνθεσάιζερ, ακουγόταν μέσα του κι εκείνο το μαγικό πιάνο, θυμίζοντάς του πως η μουσική είναι ταξίδι, περιπέτεια και... λίγη τρέλα μαζί!
