Στον Μαγικό Βυθό, εκεί που τα νερά λαμπύριζαν σαν πολύτιμοι κρύσταλλοι και τα κοράλλια έμοιαζαν με χρωματιστά στολίδια, ζούσε ένας καρχαρίας διαφορετικός από όλους. Το όνομά του ήταν Ζαχαρίας, κι ας φοβούνταν πολλοί όταν άκουγαν «καρχαρίας», εκείνος είχε την πιο γλυκιά καρδιά σε όλο τον ωκεανό. Δεν ήθελε να κυνηγάει, ούτε να τρομάζει κανέναν. Το μόνο που ήθελε… ήταν να φέρνει χαρά.
Κάθε χειμώνα, όταν το νερό δροσιζόταν κι οι φυσαλίδες ανέβαιναν γρήγορα προς την επιφάνεια σαν μικρές χιονονιφάδες, τα ψαράκια του βυθού άρχιζαν να ετοιμάζονται για τα Χριστούγεννα. Στόλιζαν τα κοράλλια με φωτεινές μέδουσες, κρεμούσαν αστερόψαρες σαν λαμπιόνια και τραγουδούσαν τις αγαπημένες τους γιορτινές μελωδίες.
Ο Ζαχαρίας πάντα καθόταν από μακριά και τους παρακολουθούσε χαμογελώντας. Θα ήθελε κι εκείνος να κάνει κάτι σπουδαίο, κάτι που να δώσει χαρά σε όλους. Μα ένιωθε πως δεν ήταν φτιαγμένος για κάτι τόσο… γιορτινό.
Μια μέρα, όμως, καθώς κολυμπούσε πάνω από ένα πελώριο κοχύλι, άκουσε ένα μικρό ψαράκι να λέει στους φίλους του:
«Αχ, μακάρι να είχαμε κι εμείς έναν Αη Βασίλη του βυθού…»
Η καρδιά του Ζαχαρία χτύπησε πιο δυνατά.
«Να ένας ρόλος που ίσως μπορώ να παίξω…» σκέφτηκε.
Και τότε, σαν να έλαμψε ολόκληρος ο ωκεανός, του ήρθε μια υπέροχη ιδέα.
Την επόμενη κιόλας μέρα άρχισε να φτιάχνει ένα τεράστιο έλκηθρο-κοχύλι. Το έτριβε μέχρι να γυαλίσει, το στόλιζε με φύκια σαν κορδέλες και στις άκρες στερέωσε μικρές φωτεινές μέδουσες για λάμπες. Τα δελφίνια που τον αγαπούσαν τον είδαν να δουλεύει τόσο χαρούμενα, που αποφάσισαν να τον βοηθήσουν.
«Ζαχαρία, εμείς θα το τραβάμε! Θα είμαστε οι βοηθοί σου!»
Ο Ζαχαρίας συγκινήθηκε.
«Δηλαδή… μπορώ στ’ αλήθεια να το κάνω;»
«Φυσικά μπορείς! Εσύ είσαι ο πιο καλός στον βυθό!»
Και έτσι, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, ο Ζαχαρίας φόρεσε ένα μεγάλο κόκκινο σκουφί που είχε βρει μπλεγμένο στα φύκια. Του έπεφτε λίγο στραβά στο πτερύγιο, αλλά εκείνος το φορούσε περήφανα. Γέμισε το κοχύλι με δώρα που είχε φτιάξει μόνος του: χειροποίητες κοραλλομολυβοθήκες, αστερόψαρες που έπαιζαν μουσική όταν τις κούναγες, ακόμα και μικρά κοχύλια μέσα στα οποία έκρυψε ευχές για κάθε ψαράκι.
Όταν ήρθε η μεγάλη νύχτα, τα δελφίνια ξεκίνησαν να κολυμπούν τραβώντας το κοχύλι, κι ο Ζαχαρίας φώναζε με χαρά:
«Χο-χο-ΧΟΥ! Έρχεται ο Ζαχαρίας Αη Βασίλης του Βυθού!»
Τα μικρά ψαράκια άκουγαν τη φωνή και πεταρίζανε πίσω από κοράλλια, γελώντας από ενθουσιασμό. Ποτέ άλλοτε ο βυθός δεν είχε γεμίσει τόσο φως, τόση μουσική και τόση χαρά.
Όμως, σε μια γωνιά του βυθού, ο Ζαχαρίας είδε ένα μικρό ψαράκι κουλουριασμένο μόνο του. Ήταν ο Μπιμπί, που πάντα ντρεπόταν λίγο με τους άλλους.
«Μπιμπί, δεν θέλεις δώρο;» τον ρώτησε ο Ζαχαρίας απαλά.
Το μικρό ψαράκι έγνεψε.
«Τα δώρα είναι όμορφα… αλλά εγώ θέλω έναν φίλο.»
Ο Ζαχαρίας χαμογέλασε τόσο πλατιά, που τα δόντια του έλαμψαν σαν ασημένιες νιφάδες.
«Θα έχεις έναν φίλο. Εμένα!»
Κι έτσι το μικρό ψαράκι κούνησε χαρούμενα την ουρίτσα του.
Κι εκείνη η στιγμή έγινε το πιο πολύτιμο δώρο εκείνης της χρονιάς.
Από τότε, κάθε Υποθαλάσσια Παραμονή Χριστουγέννων, ο Ζαχαρίας ο Καρχαρίας μοιράζει δώρα, χαμόγελα και αγάπη σε όλον τον Μαγικό Βυθό. Όλοι ξέρουν πως πίσω από το μεγάλο του μέγεθος κρύβεται μια καρδιά πιο ζεστή κι από τις πιο λαμπερές μεδουσοφωτίτσες.
Κι αν κάποτε ακούσεις βαθιά κάτω από το νερό ένα δυνατό, χαρούμενο «Χο-χο-ΧΟΥ!», να ξέρεις πως κάπου εκεί κοντά περνάει ο Αη Βασίλης του Βυθού —
ο Ζαχαρίας, ο πιο γλυκός καρχαρίας του κόσμου.
