Ο ήλιος έλαμπε πάνω από τη Ρώμη, βάφοντας τον ουρανό με ζεστά χρώματα. Ο Τζακ και η Τζίνι περπατούσαν σε δρόμους γεμάτους κίνηση: βέσπες κορνάριζαν μπιπ-μπιπ, πωλητές φώναζαν χαρούμενα «παγωτό παγωτό gelato!», κι ο αέρας μύριζε πίτσα με λιωμένο τυρί και φρεσκοψημένο ψωμί.
Ξαφνικά, μπροστά τους φάνηκε κάτι τεράστιο. Ένα πέτρινο κτίριο, στρογγυλό σαν γίγαντιο στάδιο, με καμάρες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο.
- «Ουάου! Είναι το Κολοσσαίο!» φώναξε η Τζίνι.
Ο Τζακ έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
Μπήκαν μέσα και όλα γύρω τους άλλαξαν. Οι πέτρες ήταν κρύες και βαριές, και αν άφηνες τη φαντασία σου, μπορούσες να ακούσεις χιλιάδες θεατές να χειροκροτούν και να φωνάζουν «Bravo! Bravo!». Ο Τζακ φαντάστηκε μονομάχους με λαμπερές πανοπλίες να μπαίνουν στην αρένα, κι άγρια ζώα να βρυχώνται από τα υπόγεια.
Η Τζίνι γέλασε:
- «Ευτυχώς τώρα δεν έχει μάχες! Μόνο τουρίστες με καπέλα και φωτογραφικές μηχανές!»
Περπάτησαν στα μυστικά περάσματα κάτω από την αρένα. Οι διάδρομοι ήταν σκοτεινοί και δροσεροί, σαν μυστική σπηλιά. Οι δυο φίλοι ένιωσαν πως περπατούσαν πίσω στον χρόνο, παρέα με τις σκιές της ιστορίας.
Όταν ανέβηκαν ξανά στις κερκίδες, το θέαμα τους έκοψε την ανάσα. Η Ρώμη απλωνόταν γύρω τους: κόκκινες στέγες, χρυσές εκκλησίες, πλατείες γεμάτες αγάλματα και σιντριβάνια που άστραφταν στο φως.
Ο Τζακ χαμογέλασε:
- «Κάθε πέτρα εδώ λέει μια ιστορία!»
Η Τζίνι τον αγκάλιασε και είπε:
- «Και η καλύτερη ιστορία είναι αυτή που ζούμε τώρα μαζί!»
Με τις καρδιές γεμάτες εικόνες, ήχους και μυρωδιές, οι δυο φίλοι έφυγαν από το Κολοσσαίο, υποσχόμενοι να συνεχίσουν το ταξίδι τους σε νέες περιπέτειες.
