Ήταν πρωί όταν ο Τζακ και η Τζίνι κατέβηκαν από το αεροπλάνο, τυλιγμένοι με ζεστά παλτό και σκουφάκια.
«Μπρρρ! Τι κρύο!» φώναξε η Τζίνι και φύσηξε ατμό από το στόμα της, γελώντας.
«Καλώς ήρθαμε στη Μόσχα!» είπε ο Τζακ και σήκωσε τα χέρια του ψηλά.
Γύρω τους, όλα ήταν λευκά στέγες, δέντρα, δρόμοι. Το χιόνι έλαμπε σαν ζάχαρη.
Μπροστά τους απλωνόταν μια πόλη γεμάτη πύργους με χρωματιστούς τρούλους, σαν παραμύθι.
«Πάμε να εξερευνήσουμε!» είπε η Τζίνι, και ξεκίνησαν να περπατούν στη μεγάλη πλατεία.
Ένα πλήθος ανθρώπων περπατούσε χαμογελαστό, άλλοι κρατούσαν χιονόμπαλες, άλλοι έπιναν καυτό τσάι.
Και κάπου εκεί, ένα μικρό αγόρι, ο Αντόν, προσπαθούσε να φτιάξει ένα χιόνινο αρκουδάκι.
«Γεια σου!» του είπαν οι δύο φίλοι.
«Θες βοήθεια;»
Ο Αντόν χαμογέλασε. «Ντα! Δηλαδή… ναι!» απάντησε γελώντας.
Έτσι, οι τρεις τους άρχισαν να κυλούν μπάλες από χιόνι και να χτίζουν μαζί ένα μεγάλο αρκουδάκι.
Ο Τζακ έφτιαξε τη μουσούδα, η Τζίνι κόλλησε δύο κουμπιά για μάτια, κι ο Αντόν έβαλε ένα καρότο για μύτη.
Ξαφνικά, ο αρκούδος τους πήρε λίγο… ζωή!
«Ρωρρρρ! Ευχαριστώ, παιδιά!» είπε με μια βαθιά, παιχνιδιάρικη φωνή.
Τα παιδιά γούρλωσαν τα μάτια τους.
«Μίλησε!» ψιθύρισε ο Τζακ.
«Μα... τα παραμύθια της Μόσχας είναι μαγικά!» είπε η Τζίνι ενθουσιασμένη.
Ο χιονένιος αρκούδος τούς έκανε ένα νεύμα και άρχισε να χορεύει γύρω τους.
«Ελάτε! Θα σας δείξω τη Μόσχα από ψηλά!»
Και με ένα τίναγμα, φύσηξε ένα μικρό σύννεφο χιονιού που τους σήκωσε όλους απαλά στον αέρα!
Τώρα πετούσαν πάνω από την πόλη!
Είδαν τον ποταμό Μόσχοβα να κυλά σαν ασημένια κορδέλα,
το Κρεμλίνο να λάμπει με κόκκινα τείχη,
και τους ανθρώπους να κυκλοφορούν σαν πολύχρωμες κουκίδες μέσα στο λευκό χιόνι.
«Είναι πανέμορφα!» είπε η Τζίνι με μάτια γεμάτα θαυμασμό.
«Ναι,» είπε ο Τζακ, «κάθε πόλη έχει τη δική της μαγεία. Αρκεί να τη δεις με ανοιχτή καρδιά.»
Ο αρκούδος τους χαμογέλασε.
«Αυτό είναι το μυστικό της Μόσχας: ακόμα κι όταν όλα είναι παγωμένα, η ζεστασιά βρίσκεται στις καρδιές των ανθρώπων!»
Λίγο αργότερα, το χιονένιο αρκουδάκι τους άφησε πάλι στο έδαφος.
Ο Αντόν τους χάρισε δύο μικρά ξύλινα αγαλματάκια σε σχήμα αρκούδου.
«Για να θυμάστε τη Ρωσία!» είπε γελώντας.
Ο Τζακ και η Τζίνι αγκαλιάστηκαν και χαιρέτησαν.
«Αντίο!» φώναξε ο Αντόν..
«Ευχαριστούμε!» απάντησαν οι δυο φίλοι..
Καθώς το τρένο έφευγε από τον σταθμό, το φως του ήλιου έπεφτε πάνω στο χιόνι και γυάλιζε.
«Ξέρεις κάτι, Τζακ;» είπε η Τζίνι.
«Ακόμα κι όταν κάνει κρύο, η φιλία είναι ό,τι πιο ζεστό υπάρχει στον κόσμο.»
Ο Τζακ χαμογέλασε. «Και κάθε ταξίδι, είναι ένα νέο παραμύθι.»
