Ήταν ένα λαμπερό πρωινό, κι η αυλή του σχολείου γέμιζε φωνές, γέλια και βηματάκια που χόρευαν πάνω στο τσιμέντο.
Μόλις χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα, η παρέα ξεχύθηκε στην παιδική χαρά σαν σμήνος από πολύχρωμες πεταλούδες.
«Πάμε για κυνηγητό!» φώναξε ο Πέτρος, και όλοι συμφώνησαν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η Άννα μετρούσε με κλειστά μάτια:
- «Ένα… δύο… τρία… τέσσερα… ΠΡΟΣΟΧΗ! Έρχομαι!»
Κι εκεί άρχισε το πανηγύρι!
Τα παιδιά έτρεχαν γύρω από τις κούνιες, κρύβονταν πίσω από τα δέντρα, πηδούσαν από το ένα πλακάκι στο άλλο, ενώ ο ήλιος έπαιζε μαζί τους κρυφτό μέσα στα φύλλα.
Ο Μάριος γλίστρησε γελώντας πίσω από τη τσουλήθρα, κι η Ελένη τον είδε τελευταία στιγμή..
- «Σε βρήκα!» φώναξε κι άπλωσε το χέρι της, μα εκείνος πρόλαβε να ξεφύγει.
Το κυνηγητό συνέχισε γύρω από τα παγκάκια και το γήπεδο.
Οι ανάσες έγιναν πιο γρήγορες, τα πρόσωπα κατακόκκινα, μα κανείς δεν σταματούσε.
Ακόμα κι όσοι κάθονταν στα σκαλιά, χτυπούσαν ρυθμικά τα χέρια και φώναζαν ενθουσιασμένοι, σαν να συμμετείχαν κι αυτοί.
Όταν το κουδούνι ξαναχτύπησε, όλοι κάθισαν στο χώμα λαχανιασμένοι, γελώντας.
Η Άννα είπε ανάμεσα στις ανάσες της:
- «Το καλύτερο κυνηγητό που έχουμε παίξει!»
Και όλοι συμφώνησαν.
Γιατί το κυνηγητό δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι.
Είναι η χαρά της στιγμής, το γέλιο που ενώνει και η ανάμνηση που μένει.
