Στη μέση μιας γειτονιάς υπήρχε ένα άδειο χωράφι. Το χώμα ήταν ξερό, μερικά χόρτα φύτρωναν εδώ κι εκεί, κι όταν έπαιζαν τα παιδιά, γεμίζανε σκόνη και γρατζουνιές. Παρ’ όλα αυτά, γέλια ακούγονταν κάθε απόγευμα γιατί τα παιδιά έβρισκαν πάντα τρόπο να παίζουν.
Ένα πρωί, κατέφτασε ο κύριος Στέλιος, ο οικοδόμος. Φορούσε το κίτρινο κράνος του, κρατούσε ένα μπλοκάκι με σχέδια και είχε ένα μεγάλο χαμόγελο.
- «Λοιπόν, παιδιά,» είπε, «τι θα λέγατε αν εδώ φτιάχναμε μια παιδική χαρά;»
Τα μάτια τους έλαμψαν.
- «Με κούνιες!» φώναξε η μικρή Ελένη.
- «Με τσουλήθρα!» είπε ο Πέτρος.
- «Με μια μεγάλη τραμπάλα!» πρόσθεσε ο Κώστας.
Ο Στέλιος έγνεψε καταφατικά και έπιασε δουλειά.
Τα μηχανήματα έφτασαν: εκσκαφείς που σήκωναν σύννεφα σκόνης, φορτηγά γεμάτα άμμο και ξύλα, και μπετονιέρες που γύριζαν σαν μεγάλοι τροχοί. Κάθε μέρα τα παιδιά περνούσαν από εκεί και χαιρετούσαν. Κάθε μέρα έβλεπαν κάτι καινούριο να φτιάχνεται.
Πρώτα μπήκαν οι κολόνες για τις κούνιες. Οι αλυσίδες κρεμάστηκαν και οι σανίδες γυάλισαν στον ήλιο. Μετά στήθηκε μια τσουλήθρα ψηλή, που έμοιαζε με γαλάζιο καταρράκτη. Ύστερα, μια τραμπάλα που ανέβαινε και κατέβαινε σαν μικρό καράβι.
Στην άκρη του χώρου, ο Στέλιος έβαλε κι ένα κιόσκι, για να κάθονται οι γονείς, και φύτεψε δέντρα που κάποτε θα έδιναν σκιά.
Όταν όλα τελείωσαν, η παιδική χαρά έμοιαζε σαν ζωγραφιά μέσα στο χώμα. Τα παιδιά έτρεξαν μέσα με φωνές και χαρά. Κουνιόντουσαν ψηλά, τσουλούσαν με ταχύτητα, γελούσαν και φώναζαν.
Ο κύριος Στέλιος τα κοιτούσε και ένιωθε την καρδιά του να γεμίζει. Γιατί ήξερε πως δεν έχτισε μόνο κούνιες και τσουλήθρες. Έχτισε στιγμές, χαμόγελα, και αναμνήσεις που θα μείνουν για πάντα.
