Στην άκρη μιας μικρής πλατείας, υπήρχε ένα μαγαζάκι που έμοιαζε με ζωγραφιά. Τα ράφια του ήταν γεμάτα χρώματα: κόκκινες ντομάτες που γυάλιζαν σαν μικρά φαναράκια, πράσινα αγγουράκια που μοσχοβολούσαν φρεσκάδα, μωβ μελιτζάνες λείες σαν καθρέφτες, και μεγάλα καρπούζια με ρίγες, που όταν τα χτυπούσες με το χέρι έκαναν έναν βαθύ ήχο σαν τύμπανο.
Ο κυρ-Μάκης, ο μανάβης, ξυπνούσε πριν ακόμα φέξει. Φόραγε το παλιό καρό πουκάμισό του, έπαιρνε το καρότσι του και πήγαινε στη λαϊκή αγορά. Εκεί, περπατούσε ανάμεσα σε πάγκους γεμάτους με καλάθια και τελάρα. Άγγιζε ένα-ένα τα φρούτα, τα μύριζε και διάλεγε μόνο τα πιο φρέσκα.
Όταν γύριζε στο μαγαζάκι του, η πλατεία γέμιζε από τον ήχο του σφυρίγματός του και την μυρωδιά των φρούτων. Έβαζε προσεκτικά τα καφάσια στη σειρά, και τα παιδιά που πήγαιναν σχολείο σταματούσαν πάντα.
- «Έλα, πάρε ένα μήλο να το φας στο διάλειμμα!» έλεγε, και έβαζε το γλυκό κόκκινο μήλο στα χέρια τους.
Ένα πρωί, ο κυρ-Μάκης, ευγενικός μανάβης είχε μια ιδέα. Πρότεινε στα παιδιά του σχολείου κάτι μαγικό: να φυτέψουν σποράκια από λαχανικά και από τα φρούτα που τους έδινε σε μια γωνιά της αυλής του σχολείου. Εκείνα ενθουσιασμένα το έπραξαν με χαρά, ενθουσιασμό αλλά και περιέργεια. Τα φρόντιζαν και τα πότιζαν τακτικά κι έτσι μια μέρα φύτρωσαν μικρά λαχανικά και φρούτα, ένας μικρός κήπος που μύριζε χώμα και ζωή.
Από τότε, ο μανάβης δεν ήταν μόνο εκείνος που πουλούσε. Ήταν ο φίλος που έμαθε στα παιδιά πως η φύση μας χαρίζει απλόχερα τους καρπούς της, αρκεί να τη φροντίζουμε.
