Στην καρδιά της πολύχρωμης πόλης, κάθε πρωί, ο Λάμπρος ο Αστυνομικός φορούσε τη μπλε στολή του, γυάλιζε το καπέλο του και έβαζε το σήμα του που έλαμπε στον ήλιο σαν αστεράκι. Ήταν χαρούμενος, γιατί αγαπούσε τη δουλειά του.
Η αποστολή του; Να κρατά την πόλη ήρεμη, ασφαλή και γεμάτη χαμόγελα!
Ένα πρωινό όμως, καθώς έκανε την καθιερωμένη του περιπολία με το περιπολικό του, άκουσε κάτι παράξενο από τον ασύρματο:
«Όλες οι μονάδες, προσοχή! Οι μαγικές καραμέλες εξαφανίστηκαν από το Μουσείο Παιχνιδιών!»
Ο Λάμπρος ανασηκώθηκε στη θέση του.
- «Οι μαγικές καραμέλες; Μα αυτές δίνουν ζωή στα παλιά παιχνίδια! Αν χαθούν, το μουσείο θα μείνει σιωπηλό!»
Χωρίς να χάσει στιγμή, γύρισε το κλειδί, άναψε τα φώτα του περιπολικού και... ουουουου! Η σειρήνα ήχησε δυνατά.
Πρώτη στάση: το Μουσείο Παιχνιδιών.
Μέσα, τα παλιά στρατιωτάκια είχαν πέσει κάτω, τα αρκουδάκια ήταν θλιμμένα και τα αυτοκινητάκια δεν κινούνταν.
Η κυρία Δέσποινα, η φύλακας του μουσείου, του είπε με αγωνία:
- «Κύριε Λάμπρο, κάποιος άνοιξε το κουτί με τις καραμέλες τη νύχτα. Μόνο λίγη σκόνη ζάχαρης έμεινε στο πάτωμα!»
Ο Λάμπρος έσκυψε, πήρε λίγη από τη χρυσή σκόνη στα δάχτυλά του και χαμογέλασε.
- «Χμ… μυρίζει φράουλα και μυστήριο!» είπε παιχνιδιάρικα.
Ακολούθησε τα ίχνη έξω από το μουσείο.
Στο δρόμο, μικρές σταγόνες από πολύχρωμη καραμελόσκονη οδηγούσαν προς το Πάρκο της Χαράς. Εκεί, βρήκε έναν γνωστό του φίλο τον Πίπη τον παπαγάλο του πάρκου, που είχε δει τα πάντα.
- «Λάμπρο, είδα κάτι περίεργο! Τρία μικρά ποντικάκια κουβαλούσαν κάτι που έλαμπε μέσα σε σακούλες!»
- «Ευχαριστώ, Πίπη! Είσαι μάτι αετού!» είπε ο Λάμπρος, και συνέχισε την περιπολία του μέσα στα δέντρα.
Κάτω από μια μεγάλη κούνια, βρήκε ένα μικρό ποντικοσπιτάκι με ένα σπασμένο κουτί γεμάτο καραμέλες που έλαμπαν σαν πολύτιμα πετράδια.
Τα τρία ποντικάκια κοιτούσαν με τρόμο.
- «Συγγνώμη, κύριε αστυνομικέ! Δεν ξέραμε πως ήταν μαγικές… Μύριζαν τόσο γλυκά!»
Ο Λάμπρος χαμογέλασε.
- «Δεν πειράζει, μικροί μου φίλοι. Αντί για τιμωρία, θα σας δείξω κάτι καλύτερο!»
Έβαλε προσεκτικά τις καραμέλες ξανά στο κουτί και τους εξήγησε πώς κάθε πράγμα έχει τη θέση του.
Έπειτα, πήρε τα ποντικάκια μαζί του στο μουσείο, όπου τα παιχνίδια ξαναζωντάνεψαν μόλις οι καραμέλες γύρισαν στη θέση τους.
Τα στρατιωτάκια χόρευαν, τα αρκουδάκια τραγουδούσαν, κι ο αέρας γέμισε γέλια και μυρωδιά ζάχαρης.
Η κυρία Δέσποινα ευχαρίστησε τον Λάμπρο και τα ποντικάκια, κι ο Λάμπρος είπε:
- «Κάθε μέρα κρύβει ένα μυστήριο, μα με καλοσύνη, υπομονή και χαμόγελο, όλα λύνονται!»
