Στην άκρη μιας πολύχρωμης πόλης, υπήρχε ένα μικρό, φωτεινό ιατρείο με ζωγραφισμένα δόντια στους τοίχους και μυρωδιά φρεσκάδας στον αέρα. Εκεί δούλευε η Ελένη η οδοντίατρος πάντα χαμογελαστή, με μια μπλε στολή και μια πεταλουδίτσα καρφίτσα στο πέτο της.
Η Ελένη αγαπούσε τα παιδιά, μα πιο πολύ αγαπούσε να τους δείχνει ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται.
Ένα πρωινό, μπήκε στο ιατρείο της ένα αγοράκι, ο Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το χέρι της μαμάς του.
Τα μάτια του ήταν γεμάτα φόβο.
- «Καλημέρα, Νικόλα! Είμαι η Ελένη!» είπε εκείνη γλυκά.
Ο Νικόλας κούνησε το κεφάλι, μα δε μίλησε.
Όταν κάθισε στην καρέκλα, την κοίταξε σαν να ήταν τεράστιο διαστημόπλοιο!
Η Ελένη όμως είχε ένα μυστικό.
Στο ράφι, δίπλα στα εργαλεία, υπήρχε ένα γυάλινο κουτί με μια οδοντόβουρτσα που έλαμπε σαν ουράνιο τόξο.
Ήταν η Μαγική Οδοντόβουρτσα της Χαράς!
Την είχε χαρίσει στην Ελένη ένας καλικάντζαρος οδοντίατρος, που ήξερε πως κάθε παιδί χρειάζεται λίγη μαγεία για να χαμογελάσει.
Η Ελένη την πήρε απαλά και την έδειξε στον Νικόλα.
- «Ξέρεις τι είναι αυτή; Είναι μια μαγική οδοντόβουρτσα που φοβάται τα μικρόβια! Θες να τη δούμε μαζί;»
Ο Νικόλας άνοιξε λίγο τα μάτια του.
- «Μαγική; Δηλαδή… μιλάει;»
Η Ελένη χαμογέλασε.
- «Μόνο σε παιδιά που έχουν θάρρος!»
Και τότε, σαν από θαύμα, η οδοντόβουρτσα άρχισε να τρεμοπαίζει και να βγάζει μια απαλή μουσική.
- «Γεια σου, Νικόλα! Είμαι η Βούρτσα Μπουρ Μπουρ! Θες να διώξουμε μαζί τα μικρόβια;»
Ο Νικόλας γέλασε δυνατά.
Όλος ο φόβος του έλιωσε, σαν πάγος στον ήλιο.
Η Ελένη του έδειξε πώς να ανοίγει το στόμα του, πώς να καθαρίζει τα δοντάκια του με μικρές κυκλικές κινήσεις, και η Μπουρ Μπουρ τραγουδούσε ρυθμικά:
«Βούρτσισε πάνω, βούρτσισε κάτω,
γέλα δυνατά, δοντάκια λάμπουν στο λεπτό!»
Όταν τελείωσαν, ο Νικόλας ήταν πια όλο χαμόγελο.
Η Ελένη του χάρισε ένα μικρό κουτάκι. Μέσα υπήρχε μια δική του μικρή οδοντόβουρτσα, μπλε και πράσινη, που στο φως λαμποκοπούσε.
- «Αυτή δεν είναι μαγική… εκτός κι αν τη χρησιμοποιείς με θάρρος και χαμόγελο! Τότε, πίστεψέ με, θα γίνει!» είπε η Ελένη.
Ο Νικόλας την αγκάλιασε σφιχτά.
Από εκείνη τη μέρα, δεν ξαναφοβήθηκε ποτέ τον οδοντίατρο.
Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, τραγουδούσε με τη μικρή του βούρτσα:
«Βούρτσισε πάνω, βούρτσισε κάτω…»
κι ένιωθε σαν να έχει δίπλα του τη Μπουρ Μπουρ και την Ελένη να χαμογελούν.
