Μια φορά κι έναν καιρό, πάνω ψηλά στον ουρανό, πετούσε ο πιο χαμογελαστός πιλότος του κόσμου, ο Χρήστος!
Είχε ένα μεγάλο γαλάζιο αεροπλάνο με κόκκινα φτερά και λευκές ρίγες που άστραφταν στον ήλιο. Κάθε πρωί, μόλις ο ήλιος έβγαινε πίσω απ’ τα βουνά, ο Χρήστος φορούσε το καπέλο του, έλεγε «Έτοιμοι για απογείωση!» και πετούσε ψηλά, εκεί που αρχίζει η μαγεία του ουρανού.
Μια μέρα, καθώς πετούσε πάνω από τη θάλασσα, άκουσε ένα κλάμα.
«Μα ποιος κλαίει εδώ πάνω;» απόρησε.
Γύρισε δεξιά, αριστερά, και τότε είδε ένα μικρό συννεφάκι, στριμωγμένο ανάμεσα σε δυο μεγάλα, γκρίζα σύννεφα. Το καημένο έτρεμε!
- «Γεια σου μικρούλι! Τι έπαθες;» ρώτησε ο Χρήστος.
- «Κλαίω γιατί... δεν έχω χώρο να σταθώ στον ουρανό!» απάντησε το συννεφάκι με λυγμούς.
- «Μα είναι τεράστιος ο ουρανός!» είπε ο Χρήστος γελώντας.
- «Ναι, αλλά τα μεγάλα σύννεφα δεν με αφήνουν να κάτσω κοντά τους. Λένε πως είμαι πολύ μικρό και δεν κάνω για παρέα!»
Ο Χρήστος στεναχωρήθηκε. Έβαλε το αεροπλάνο να πετά πιο αργά και σκέφτηκε λίγο.
«Χμμ… Ξέρεις τι θα κάνουμε; Θα βρούμε μαζί το πιο όμορφο μέρος του ουρανού μόνο για σένα!»
Το συννεφάκι άνοιξε λίγο τα μάτια του και ρώτησε:
- «Αλήθεια; Θα με βοηθήσεις;»
- «Φυσικά!» είπε ο Χρήστος. «Πιάσε την ουρά του αεροπλάνου μου και πάμε!»
Πέταξαν λοιπόν πάνω από τα βουνά, τα ποτάμια, και μια πόλη που έλαμπε σαν καθρέφτης. Κάθε τόσο, ο Χρήστος το ρωτούσε:
- «Σου αρέσει εδώ;»
Κι εκείνο απαντούσε:
- «Όχι, εδώ φυσάει πολύ…» ή «Εδώ έχει καπνό… δε μπορώ να αναπνεύσω!»
Μέχρι που φτάσαν σε έναν τόπο ψηλά, όπου ο ουρανός ήταν καθαρός, απαλός και γεμάτος ήλιο.
- «Εδώ είναι τέλεια!» φώναξε το συννεφάκι και άρχισε να γελάει.
Από τη χαρά του, έβγαλε μια μικρή ψιχάλα που έπεσε πάνω στο αεροπλάνο του Χρήστου.
- «Χαχα! Με δροσίζεις!» είπε ο Χρήστος γελώντας.
- «Είσαι ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ!» είπε το συννεφάκι.
Από τότε, κάθε φορά που ο Χρήστος πετούσε, το μικρό συννεφάκι τον ακολουθούσε παντού.
Κι όταν κάποια άλλα σύννεφα κορόιδευαν το μικρό, εκείνος φώναζε από το αεροπλάνο του:
- «Μη γελάτε! Κάθε σύννεφο έχει τη δική του θέση στον ουρανό, όπως κάθε παιδί έχει τη δική του λάμψη στη γη!»
Το απόγευμα, όταν ο ήλιος έδυε, ο ουρανός γέμιζε χρώματα. Το συννεφάκι στεκόταν δίπλα στον Χρήστο και τα φτερά του αεροπλάνου έλαμπαν κόκκινα, πορτοκαλί και ροζ.
Και από κάτω, τα παιδιά της πόλης σήκωναν τα μάτια τους ψηλά και έλεγαν:
«Κοίτα, μαμά! Ο πιλότος και το συννεφάκι που παίζουν μαζί!»
