Στη μέση μιας μικρής, χαρούμενης γειτονιάς υπήρχε ο φούρνος του Τάκη.
Κάθε πρωί πριν ακόμα ξυπνήσει ο ήλιος, ο Τάκης ο φούρναρης άναβε τα φώτα, φορούσε την άσπρη του ποδιά και άρχιζε να ζυμώνει.
Το γέλιο του γέμιζε το μαγαζί πριν καν γεμίσει με μυρωδιές!
Μια μέρα όμως, κάτι παράξενο συνέβη.
Καθώς καθάριζε έναν παλιό ξύλινο ντουλάπι, είδε στο βάθος ένα μικροσκοπικό σακουλάκι. Ήταν σκονισμένο, δίχως ταμπελάκι, σαν να ήταν ξεχασμένο εδώ και χρόνια.
Το πήρε στα χέρια του, το τίναξε λίγο και… φφφ!
Μια χρυσόσκονη πετάχτηκε στον αέρα.
«Τι στο καλό είναι αυτό;» ψιθύρισε.
Όταν άνοιξε προσεκτικά το σακουλάκι, μια απαλή, πολύχρωμη λάμψη φώτισε το πρόσωπό του.
Το αλεύρι έμοιαζε να… ανασαίνει!
Σαν να κουνιόταν μόνο του, σαν να έκρυβε μέσα του ένα μικρό μυστικό.
Ο Τάκης, που είχε μεγάλη καρδιά και ακόμα μεγαλύτερη περιέργεια, αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει.
Ανακάτεψε μια χούφτα από το περίεργο αλεύρι στο ζυμάρι του.
Και τότε… συνέβη κάτι μαγικό.
Μόλις τα χέρια του άγγιξαν το ζυμάρι, μικρές φωτεινές σπίθες πετάχτηκαν στον αέρα!
Το ζυμάρι άρχισε να λάμπει απαλά, σαν φεγγάρι που ξυπνάει.
«Μα τι όμορφο…» είπε ο Τάκης, καθώς το ζύμωνε με ακόμα μεγαλύτερη προσοχή.
Το ψωμί ψήθηκε.
Άχνιζε, μύριζε υπέροχα… αλλά είχε κάτι αλλιώτικο: μια χρυσή λάμψη γύρω από την κόρα του.
Την επόμενη μέρα, οι πρώτοι πελάτες μπήκαν στο μαγαζί.
Η κυρία Ελένη, η σοβαρή δασκάλα της γειτονιάς, πήρε μια φέτα από το μυστηριώδες ψωμί.
Ο Τάκης την κοίταξε με αγωνία.
Μόλις το δοκίμασε, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα.
Και ξαφνικά… άρχισε να γελά!
Όχι απλά να γελά αλλά να γελά όπως γελάνε τα μικρά παιδιά στην αυλή!
Έκανε και μια μικρή στροφή, σαν να ήταν πεντάχρονη στο διάλειμμα.
Ο Τάκης έμεινε άφωνος.
- «Τάκη! Νιώθω… νιώθω όπως παλιά! Σαν να ξαναέγινα παιδάκι!» φώναξε η κυρία Ελένη.
Το νέο διαδόθηκε.
Ο φούρνος του Τάκη γέμισε κόσμο.
Γεροντάκια, γονείς, ακόμα κι ο γκρινιάρης μανάβης από απέναντι, όλοι ήθελαν μια μπουκιά από το «μαγικό ψωμί».
Και κάθε φορά που κάποιος δοκίμαζε…
Ο ένας άρχιζε να σφυρίζει χαρούμενα.
Ο άλλος έκανε τούμπες στο πεζοδρόμιο.
Κάποιος άλλος χοροπηδούσε με τα χέρια στον αέρα.
Όλοι μα όλοι γελούσαν σαν μικρά παιδιά που μόλις ανακάλυψαν το παιχνίδι της ζωής.
Ο Τάκης στεκόταν πίσω από τον πάγκο, κοιτώντας τους με μια μεγάλη, ζεστή χαμόγελο.
«Το μαγικό αλεύρι…» σκεφτόταν. «Δεν κάνει το ψωμί νόστιμο.
Κάνει τον κόσμο πιο καλό.»
Ένα απόγευμα, όταν ο ήλιος άρχισε να πέφτει, ο Τάκης κάθισε έξω από τον φούρνο και παρατήρησε τη γειτονιά.
Γέλια, χαμόγελα, παιχνίδια, ανθρώπους να μιλάνε σαν να γνωρίζονταν από μικροί.
Ένιωσε την καρδιά του να ζεσταίνεται.
Γιατί κατάλαβε πως το πιο μαγικό πράγμα…
δεν ήταν το αλεύρι.
Ήταν ότι όλοι μέσα τους είναι ακόμα παιδιά.
Αρκεί κάποιος να τους το θυμίσει.
Κι από εκείνη τη μέρα, ο Τάκης ο Φούρναρης έγινε κάτι παραπάνω από ειδικός του ψωμιού.
Έγινε αυτός που ξαναζύμωνε την χαρά στη μικρή γειτονιά κάθε πρωί, με ένα χαμόγελο.
