Στον πυροσβεστικό σταθμό όλα είναι τακτοποιημένα. Οι μπότες είναι στη σειρά, τα κράνη κρέμονται στη γωνία, και το κόκκινο πυροσβεστικό φορτηγό γυαλίζει σαν καινούργιο.
Ξαφνικά ακούγεται ο συναγερμός: Ντιν-ντον! Ντιν-ντον! Ο κύριος Γιώργος ο πυροσβέστης, πετάγεται όρθιος. Φοράει τη βαριά στολή του, το κράνος του και τρέχει με τους συναδέλφους του στο όχημα. Η σειρήνα ουρλιάζει, οι ρόδες στριφογυρίζουν και το φορτηγό χάνεται στον δρόμο.
Φτάνουν σε ένα μικρό δάσος όπου μια φωτιά καπνίζει ανάμεσα στα δέντρα. Η ζέστη είναι δυνατή και οι φλόγες γλείφουν τα κλαδιά. Ο κύριος Γιώργος πιάνει τη μάνικα, την ανοίγει και μια δυνατή δέσμη νερού εκτοξεύεται, χτυπώντας κατευθείαν τη φωτιά.
Γύρω του οι υπόλοιποι πυροσβέστες δουλεύουν σαν ομάδα: άλλοι ρίχνουν νερό, άλλοι κρατούν τα ζώα μακριά, άλλοι βάζουν χώμα γύρω από τις φλόγες. Λίγο αργότερα, ο καπνός καθαρίζει, η φωτιά σβήνει, και ο αέρας γεμίζει με το άρωμα του βρεγμένου χώματος.
Τα παιδιά του χωριού τους κοιτάζουν με θαυμασμό. Ο κύριος Γιώργος βγάζει το κράνος του και λέει:
- «Η φωτιά είναι δυνατή, αλλά πιο δυνατή είναι η αγάπη μας για τη ζωή και τη φύση.»
Κι έτσι, ο πυροσβέστης γίνεται φύλακας όχι μόνο της φωτιάς, αλλά και της ελπίδας.
