Η νύχτα είχε απλωθεί πάνω στη γη σαν μια μεγάλη, σκούρα κουβέρτα.
Ο άνεμος φυσούσε θυμωμένος, κουβαλώντας σταγόνες βροχής και φύλλα που στροβιλίζονταν στον αέρα.
Κι εκεί, στη μέση του δρόμου, ένα παιδί περπατούσε κρατώντας ένα μικρό κερί.
Η φλόγα του έτρεμε.
Έμοιαζε τόσο μικρή, τόσο εύθραυστη,
κι όμως, το παιδί την κρατούσε κοντά στο στήθος του,
προσπαθώντας να τη σώσει από τη θύελλα.
«Μη σβήσεις… σε παρακαλώ…» ψιθύριζε.
Ήταν μόνο, μα δεν ένιωθε φόβο.
Μόνο επιμονή. Μια μικρή φλόγα μέσα του να μείνει ζωντανή.
Ψηλά, πίσω απ’ τα σύννεφα, το φως μιας άλλης ψυχής έλαμπε.
Ήταν η Γλαύκη, η Νεράιδα του Φωτός.
Τα φτερά της έλαμπαν σαν αυγή,
και τα μάτια της ήταν γεμάτα καλοσύνη.
Όταν είδε τη μικρή φλόγα να παλεύει με τον άνεμο,
ένιωσε κάτι να τη σφίγγει μέσα στην καρδιά της.
«Μια φλόγα… μόνη…» ψιθύρισε.
Κι έτσι κατέβηκε από τον ουρανό,
πλέοντας μέσα στη βροχή σαν αχτίδα που ξέφυγε απ’ το φεγγάρι.
Πλησίασε σιγά το παιδί και ψιθύρισε με απαλή φωνή:
«Μικρέ, γιατί κρατάς το κερί μέσα στη θύελλα;»
Το παιδί σήκωσε το βλέμμα του.
Δεν είδε καθαρά τη Γλαύκη, μόνο ένα απαλό φως γύρω του.
«Είναι το κερί του πατέρα μου», είπε.
«Το άναψα για να μη χαθεί στον δρόμο όταν γυρίσει…»
Η Γλαύκη χαμογέλασε.
Μια τόσο μικρή καρδιά και τόσο μεγάλη αγάπη.
Άπλωσε τα φτερά της γύρω από το παιδί για να το προστατέψει από τον άνεμο.
Αλλά καθώς φύσηξε λίγο για να διώξει τη βροχή…
πφφφ!
Η φλόγα έσβησε.
Η Γλαύκη έσκυψε θλιμμένη.
«Ωχ… συγγνώμη μικρέ… δεν ήθελα…»
Το παιδί την κοίταξε, ακόμα ήρεμο.
«Δεν πειράζει. Θα το ανάψω ξανά.»
Έβγαλε ένα μικρό σπίρτο, το άναψε με τα δυο του χέρια,
και το κερί ξανάφωτισε, αδύναμο μα ζωντανό.
Η Γλαύκη το παρακολούθησε απορημένη.
«Πώς δεν κουράζεσαι; Κάθε φορά που σβήνει, ξαναπροσπαθείς.»
Το παιδί χαμογέλασε.
«Γιατί κάθε φορά που ανάβει ξανά, το φως του γίνεται πιο όμορφο.»
Η Νεράιδα ένιωσε τη φράση να την αγγίζει.
Σαν να ήταν φτιαγμένη για εκείνη.
Στάθηκε δίπλα στο παιδί και προσπάθησε ξανά.
Φύσηξε πιο προσεκτικά, μα πάλι η φλόγα έσβησε.
Και τότε κατάλαβε.
Δεν χρειαζόταν να την προστατέψει.
Το φως δεν είναι για να το κρύβεις από τον άνεμο,
είναι για να το μοιράζεσαι με τον κόσμο.
Η Γλαύκη άνοιξε διάπλατα τα φτερά της.
Από κάθε νεύρο τους, ξεπήδησε μια σπίθα.
Κι ύστερα άλλες, κι άλλες,
μέχρι που ολόκληρος ο ουρανός γέμισε μικρές φλόγες,
όπως τα αστέρια μιας καινούριας νύχτας.
Το παιδί σήκωσε το βλέμμα του με θαυμασμό.
Γύρω του, τα δέντρα, τα σπίτια, το μονοπάτι,
όλα φωτίστηκαν από εκατοντάδες μικρά κεριά που αιωρούνταν στον αέρα.
«Δεν χρειάζεται να κρατάς το φως μόνος σου», του ψιθύρισε η Γλαύκη.
«Όταν το μοιράζεσαι, δεν χάνεται, πολλαπλασιάζεται.»
Το παιδί κοίταξε το κερί του.
Η φλόγα του τώρα δεν φαινόταν μικρή,
ήταν μέρος μιας μεγάλης, φωτεινής θάλασσας.
Χαμογέλασε και είπε:
«Τότε... ο πατέρας μου θα βρει σίγουρα τον δρόμο.»
Η Γλαύκη τον άγγιξε απαλά στο μέτωπο.
«Κι εσύ βρήκες το δικό σου φως.»
Κι ενώ η θύελλα κόπαζε,
ο ουρανός άνοιξε και το πρώτο αστέρι της αυγής φάνηκε.
Η Γλαύκη πέταξε ξανά ψηλά,
και από εκείνη τη μέρα, όποτε κάποιος ανάβει ένα κερί στο σκοτάδι,
ένα μικρό φτερούγισμα φωτός περνά από πάνω του.
Είναι η Γλαύκη,
που θυμίζει σε όλους ότι το φως δεν χρειάζεται να το φυλάς.
Αρκεί να το μοιράζεσαι.
