Στην άκρη ενός σύννεφου, πολύ ψηλά πάνω από τα δάση και τις πόλεις, ζούσε μια μικρή νεράιδα με φτερά που έλαμπαν σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Το όνομά της ήταν Ίριδα, η Νεράιδα των Χρωμάτων.
Κάθε νεράιδα είχε ένα δικό της μαγικό αντικείμενο:
η μία κρατούσε το Φως,
η άλλη τον Ψίθυρο του Ανέμου,
μα η Ίριδα είχε κάτι μοναδικό…
Το Πινέλο της Βροχής.
Ήταν λεπτό, διάφανο, και στην άκρη του είχε μια μικρή σταγόνα που δεν έπεφτε ποτέ.
Όποτε το κουνούσε, οι σταγόνες της βροχής άρχιζαν να… αλλάζουν.
Μια μέρα, ο Βροχοσύννεφος, ένα μεγάλο γκρι σύννεφο που ήταν λίγο νευρικό, πλησίασε την Ίριδα αγχωμένο.
«Ίριδααα…» μουρμούρισε.
«Σήμερα πρέπει να ρίξω βροχή, αλλά οι άνθρωποι στεναχωριούνται όταν με βλέπουν. Λες να… να κάνω κάτι λάθος;»
Η Ίριδα χαμογέλασε.
«Κανείς δεν κάνει λάθη, φίλε μου. Απλώς… δεν βρήκες ακόμα τη χαρά σου.»
Το σύννεφο αναστέναξε και άφησε μια μικρή μπουμπουνίτσα.
«Θα με βοηθήσεις;»
Η Ίριδα άνοιξε τα χρωματιστά φτερά της.
«Φυσικά! Πάμε να δώσουμε χρώμα στη βροχή!»
Και τότε, με μια απαλή βουτιά, βρέθηκαν χαμηλά πάνω από μια πόλη που ήταν όλο γκρίζα.
Οι άνθρωποι κρατούσαν ομπρέλες, κουκουλωμένοι, βιαστικοί, σκυθρωποί.
«Όλοι βιάζονται… κανείς δεν κοιτάζει τη βροχή.» είπε το σύννεφο λυπημένα.
«Τότε θα τους κάνουμε να κοιτάξουν!» είπε η Ίριδα.
Σήκωσε το Πινέλο της Βροχής…
Το κούνησε απαλά…
Και οι πρώτες σταγόνες άλλαξαν:
μια έγινε πράσινη σαν τη φρεσκάδα της άνοιξης
μια κόκκινη σαν καρδιά που χτυπά
μια κίτρινη σαν ζεστό χαμόγελο
μια μπλε σαν καθαρός ουρανός
μια μωβ σαν όνειρο
Οι άνθρωποι σήκωσαν το κεφάλι τους.
Οι ομπρέλες άνοιξαν λίγο.
Μια κοπέλα γέλασε πρώτη.
Ένα παιδί άπλωσε τα χέρια του να πιάσει τις χρωματιστές σταγόνες.
Η Ίριδα κούνησε το πινέλο πιο γρήγορα.
Και τότε…
Η βροχή ζωγράφισε τον δρόμο.
Όπου έπεφτε σταγόνα, άφηνε πίσω της ένα χρώμα.
Στις πλάκες του πεζοδρομίου σχηματίστηκαν μονοπάτια.
Στα παράθυρα εμφανίστηκαν μικρά ουράνια τόξα.
Στα πρόσωπα των ανθρώπων εμφανίστηκαν χαμόγελα.
Το σύννεφο έλαμπε από χαρά.
«Το έκανα, Ίριδα! Ζωγράφισα!»
«Εσύ το έκανες,» είπε η νεράιδα,
«Εγώ απλά σου έδειξα πώς να αφήνεις το σημάδι σου.»
Η βροχή σταμάτησε, αλλά το χρώμα έμεινε.
Και όταν ο ήλιος βγήκε, ένα μεγάλο ουράνιο τόξο κάλυψε τον ουρανό
σαν υπογραφή της Ίριδας.
Το σύννεφο την κοίταξε.
«Θα με ξαναβοηθήσεις;»
Η Ίριδα έκλεισε το μάτι.
«Κάθε φορά που μια σταγόνα θέλει να γίνει χαμόγελο.»
Και έτσι, από εκείνη τη μέρα, όταν σε μια βροχή βλέπεις κάτι πολύχρωμο…
ίσως κάπου εκεί να πετάει η Ίριδα με το Πινέλο της Βροχής,
και να αφήνει μικρά, μαγικά ίχνη χαράς σε κάθε σταγόνα.
