Στη μαγική Νεραϊδοχώρα, εκεί όπου τα σύννεφα παίζουν κρυφτό με τα ουράνια τόξα και τα ρυάκια τραγουδούν μυστικά τραγουδάκια, ζούσε μια νεράιδα μοναδική: η Ρόη, η Νεράιδα του Νερού.
Τα μαλλιά της κυλούσαν σαν γάργαρο ποταμάκι κι όταν χαμογελούσε, μικρές σταγόνες έλαμπαν γύρω της σαν μικροσκοπικές λίμνες φωτός.
Όμως εκείνη την εβδομάδα, κάτι παράξενο συνέβαινε…
Η μεγάλη Λίμνη της Νεραϊδοχώρας είχε χάσει τη λάμψη της. Τα νερά της είχαν θολώσει κι ένα σιωπηλό βάρος απλωνόταν παντού. Τα πυγολαμπιδοφώτα έσβηναν γρήγορα, τα λουλούδια γύρω της έσκυβαν τα κεφάλια τους και κανένα ρυάκι δεν γελούσε πια.
Η Ρόη στενοχωρήθηκε πολύ.
«Τι έπαθες, γλυκιά μου λίμνη; Γιατί δε λάμπεις πια;» ψιθύρισε, ακουμπώντας απαλά την επιφάνειά της.
Και τότε… η λίμνη απάντησε. Όχι με λόγια, αλλά με ένα δάκρυ.
Μια μοναδική σταγόνα νερού, πιο βαριά και πιο φωτεινή από όλες τις άλλες, κύλησε από τον αφρό της επιφάνειας και έπεσε στα χέρια της Ρόης.
Η Ρόη ξαφνιάστηκε.
«Μα… ακόμα κι εσύ κλαις;» ρώτησε σιγανά.
Εκείνο το βράδυ, η νεράιδα ένιωσε τη δική της καρδιά να βαραίνει. Κάθισε στην όχθη και χωρίς να το καταλάβει… ένα δικό της δάκρυ κύλησε.
Ένα… δύο… τρία…
Κάθε δάκρυ έπεφτε απαλά μέσα στη λίμνη, λες και γινόταν ένα με την θλίψη της.
Και τότε έγινε το θαύμα.
Τα δάκρυά της άρχισαν να σκορπίζουν μικρά κυματάκια φωτός. Οι κύκλοι τους μεγάλωναν και η λίμνη σιγά σιγά καθάριζε. Το νερό άρχισε να λάμπει ξανά. Μικρές φυσαλίδες αναδύθηκαν στην επιφάνεια σαν ανάσες χαράς που ξυπνούσαν από ύπνο.
Και κάτι ακόμη συνέβη:
Μικρά λουλουδάκια σταγόνες φύτρωσαν γύρω από τη λίμνη, σαν να είχαν ποτιστεί από τη λύπη που έλιωσε.
«Μα… τα δάκρυα… έφεραν ζωή;» είπε με έκπληξη η Ρόη.
Ένας απαλός ψίθυρος ακούστηκε τότε, ίσως από τον άνεμο, ίσως από την ίδια τη λίμνη:
«Όταν στενοχωριόμαστε και αφήνουμε τα δάκρυα να κυλήσουν, δεν αδειάζει η καρδιά. Καθαρίζει. Και μόλις καθαρίσει, μπορεί ξανά να ανθίσει.»
Η Ρόη χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά από ώρα.
Τώρα ήξερε… πως τα δάκρυα δεν είναι αδυναμία. Είναι βροχή που ποτίζει το έδαφος της καρδιάς μας.
Από εκείνη τη μέρα, όταν κάποιο πλάσμα στη Νεραϊδοχώρα στενοχωριόταν, η Ρόη καθόταν μαζί του δίπλα στη λίμνη και του έλεγε:
«Άφησε το δάκρυ σου να πέσει. Είναι ο τρόπος της καρδιάς να λιώνει τη στεναχώρια και να φυτεύει νέα χαμόγελα.»
Και πράγματι… κάθε φορά που ένα δάκρυ έπεφτε, κάτι όμορφο άνθιζε μέσα του.
