Στο Δάσος των Τεσσάρων Στοιχείων, εκεί όπου οι ήχοι ταξιδεύουν πιο μακριά απ’ τα φτερά και το φως παίζει ανάμεσα στα φύλλα, ζούσε η Νεφέλη, η νεράιδα του ανέμου.
Τα μαλλιά της δεν έμεναν ποτέ ακίνητα· χόρευαν σαν μεταξένια σύννεφα, κι ακόμη κι όταν ο αέρας κοιμόταν, εκείνη έμοιαζε να τον ξυπνά με μια μόνο ανάσα.
Η Νεφέλη ήταν χαρούμενη, ζωηρή και περήφανη για τη δύναμή της. Μπορούσε να σηκώσει φύλλα στον αέρα, να κάνει τα δέντρα να λυγίσουν απαλά, να κυματίσει τη λίμνη μέχρι που να μοιάζει με μικρή θάλασσα. Και κάθε φορά που φυσούσε πιο δυνατά, ένιωθε πως ο κόσμος τη θυμόταν πως η φωνή της ακουγόταν παντού.
Όμως, όσο περισσότερο φυσούσε, τόσο πιο πολύ ήθελε να δοκιμάσει τη δύναμή της.
Ένα πρωί, καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα κλαδιά, η Νεφέλη στάθηκε στο κέντρο του δάσους και αναφώνησε με ενθουσιασμό:
«Δείτε! Ο άνεμος υπακούει μόνο σε μένα!»
Άνοιξε τα χέρια της και φύσηξε με όλη της τη δύναμη.
Τα φύλλα σηκώθηκαν σαν ανεμοστρόβιλος, τα λουλούδια λύγισαν, και οι φωλιές των πουλιών σκόρπισαν μακριά. Το δάσος τραντάχτηκε από τον άγριο αέρα, κι ένας εκκωφαντικός θόρυβος απλώθηκε παντού.
Η Νεφέλη γέλασε στην αρχή, θαμπωμένη από την επίδειξή της.
Μα όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα, ο ήχος γινόταν όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο χαοτικός. Δεν μπορούσε πια να ακούσει τίποτα ούτε το κελάηδισμα των πουλιών, ούτε το τραγούδι του νερού. Ο άνεμός της είχε σβήσει κάθε άλλη φωνή.
Ξαφνικά, μέσα από τις στροβιλισμένες λάμψεις του φωτός, εμφανίστηκε η Εστία, η νεράιδα της Φλόγας.
«Σταμάτα, Νεφέλη!» φώναξε. «Θα καταστρέψεις το δάσος!»
Η Νεφέλη την κοίταξε απορημένη, λαχανιασμένη.
«Μα εγώ απλώς έπαιζα! Ήθελα να δείξω τι μπορώ να κάνω!»
Η Εστία πλησίασε και, με ήρεμη αλλά δυνατή φωνή, της είπε:
«Η δύναμη χωρίς κατεύθυνση, Νεφέλη, είναι απλώς φασαρία.»
Έδειξε γύρω τους: σπασμένα κλαδιά, πέταλα σκορπισμένα στο χώμα, και μια φωλιά άδεια. Έπειτα έφυγε, αφήνοντάς την μόνη μέσα στην αναστάτωση που η ίδια είχε προκαλέσει.
Η Νεφέλη ένιωσε την καρδιά της βαριά.
Έτρεξε ως τη λίμνη και κάθισε στην όχθη.
Το νερό καθρέφτιζε το πρόσωπό της, μα δεν ήταν καθαρό ήταν θολό, ανακατεμένο από τον άνεμο που ακόμα φυσούσε γύρω της. Έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε:
«Δεν θέλω να είμαι θόρυβος. Θέλω να είμαι μελωδία.»
Πήρε μια βαθιά ανάσα και, για πρώτη φορά, φύσηξε απαλά.
Ένα μικρό αεράκι κύλησε πάνω στη λίμνη, και τα νερά ρυτίδωσαν γλυκά, σαν να χαμογελούσαν. Τα φύλλα γύρω της άρχισαν να χορεύουν, όχι άτακτα πια, αλλά ρυθμικά, σαν να ακολουθούσαν μουσική.
Η Νεφέλη έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε. Είχε μάθει.
Η αληθινή δύναμη δεν ήταν να φυσάς πιο δυνατά από όλους,
αλλά να φυσάς με σκοπό με κατεύθυνση, με αγάπη.
Από τότε, η Νεφέλη δε φυσάει πια για να δείξει τη δύναμή της.
Φυσάει για να οδηγεί,
για να φέρνει δροσιά τα ζεστά καλοκαίρια,
να σπρώχνει τα σύννεφα εκεί όπου χρειάζεται βροχή,
να αγγίζει τα φύλλα μόνο όσο χρειάζεται για να τους θυμίσει τη μουσική του ανέμου.
Και τις νύχτες, όταν όλα κοιμούνται,
αν σταθείς σιωπηλά ανάμεσα στα δέντρα και ακούσεις τον άνεμο,
θα τον νιώσεις να περνά απαλά και να ψιθυρίζει:
«Η δύναμη δεν είναι να φυσάς δυνατά…
είναι να φυσάς σωστά.» 🌿
