Στη Νεραιδοχώρα, εκεί όπου τα λουλούδια τραγουδούν όταν τα ποτίζεις και τα σύννεφα φυσούν απαλά σαν να σε χαϊδεύουν, ζούσε ένα παιδάκι που το έλεγαν Λέανδρο. Ο Λέανδρος ήταν πάντα χαρούμενος, τόσο που το γέλιο του έκανε τις πεταλούδες να κάνουν σβούρες πάνω από το κεφάλι του.
Μια μέρα όμως, ο Λέανδρος ξύπνησε και… κάτι δεν πήγαινε καλά.
Το χαμόγελό του είχε φύγει.
Η καρδιά του ήταν βαριά.
Και το χωριό, που συνήθως αντηχούσε από το γέλιο του, ήταν ήσυχο σαν να κρατούσε την ανάσα του.
Ο μικρός περπατούσε στους δρόμους χωρίς διάθεση, κι όλοι τον κοίταζαν ανήσυχοι.
Ακόμη και τα δέντρα, που πάντα του έκλειναν παιχνιδιάρικα τα μάτια, έμοιαζαν σήμερα σιωπηλά.
Τότε, ανάμεσα στα κλαδιά μιας κερασιάς, ακούστηκε ένα «τιν-τι-λιιιν».
Ένα απαλό, τρυφερό, μικροσκοπικό κουδουνιστό άκουσμα.
Ήταν η Μελωδία, η νεράιδα των ήχων και της μουσικής!
Με φτερά διάφανα σαν σταγόνες πρωινής δροσιάς και ρούχα που έλαμπαν σαν σημειάκια μουσικής, σηκώθηκε στον αέρα και προσγειώθηκε μπροστά στον Λέανδρο.
-«Λέανδρε… γιατί είναι τόσο ήσυχη η καρδιά σου σήμερα;», τον ρώτησε με τη φωνούλα της που ακουγόταν σαν τραγούδι.
-«Δεν ξέρω, Μελωδία… η χαρά μου χάθηκε», είπε το παιδί κοιτώντας τα παπούτσια του.
Η μικρή νεράιδα χαμογέλασε και άνοιξε προσεκτικά το μαγικό της σακουλάκι. Από μέσα έβγαλε ένα πολύ μικρό χρυσό κουδουνάκι. Ήταν τόσο μικρό που χώραγε πάνω σε ένα δαχτυλάκι, αλλά λαμποκοπούσε σαν να είχε μέσα του έναν μικρό ήλιο.
-«Το κουδουνάκι αυτό δεν βρίσκει τη χαρά… την ξυπνά!», του είπε και του το έβαλε στην παλάμη.
Ο Λέανδρος το κούνησε διστακτικά.
Και τότε ακούστηκε ένας ήχος…
Τιν-τι-λιν…
γλυκός, φωτεινός, σαν χαμόγελο που ανοίγει τα μάτια του μετά από έναν μεγάλο ύπνο.
Και ξαφνικά…
ένα μικρό γελάκι ξέφυγε από τον Λέανδρο.
Ύστερα ένα λίγο μεγαλύτερο.
Και μετά ένα τόσο δυνατό γέλιο, που τα πουλιά στα δέντρα άρχισαν να πετούν γύρω του χαρούμενα!
Το χωριό γέμισε ήχους γέλιου από παντού.
Οι άνθρωποι χαμογελούσαν χωρίς να ξέρουν γιατί.
Ακόμη και η γάτα της γειτόνισσας έκανε μια μικρή κωλοτούμπα κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ της!
Η Μελωδία χαμογέλασε περήφανα.
-«Τώρα θυμήθηκες, Λέανδρε. Η χαρά δεν χάνεται. Μερικές φορές… απλώς κρύβεται λίγο. Μα με έναν όμορφο ήχο, ξυπνάει ξανά.»
Ο Λέανδρος αγκάλιασε τη νεράιδα και φύλαξε το μικρό κουδουνάκι στη τσέπη του.
Και κάθε φορά που ένιωθε τη χαρά του να ξεθωριάζει, έκανε ένα απαλό:
Τιν—τι—λιν…
Και η καρδιά του γέμιζε φως.
Από εκείνη τη μέρα, όλοι έλεγαν πως το χωριό του Λέανδρου είχε κάτι μαγικό:
ήταν το Χωριό που Γελάει, γιατί ποτέ πια δεν άφησε τη χαρά να χαθεί.
