Στον μαγικό βυθό, όλοι αγαπούσαν τον Χαράλαμπο τον Κάβουρα, τον αστυνομικό του βυθού. Ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, είτε κάποιος έχανε το δρόμο του είτε κάποιο κοπάδι ψαριών μπλέκονταν στα δίχτυα.
Μια μέρα έτρεξε κοντά του η Σοφία η Γαρίδα, αναστατωμένη.
– «Χαράλαμπε, χάθηκε το μεγάλο μαργαριτάρι από το κοχύλι της πλατείας! Ήταν δώρο από τους παππούδες μας και όλοι έρχονταν να το θαυμάσουν. Τι θα κάνουμε;»
Ο Χαράλαμπος ίσιωσε το καπελάκι του και είπε αποφασιστικά:
– «Μην ανησυχείτε! Θα βρούμε το μαργαριτάρι. Κανένα μυστήριο δεν μένει άλυτο στον Νέο Βυθό!»
Ξεκίνησε λοιπόν την έρευνα. Ρώτησε την Άννα τη Ζαργάνα, που έκανε μάθημα γυμναστικής κοντά στην πλατεία. Εκείνη είπε πως είδε τον Πέτρο τον Αχινό να τριγυρνάει ύποπτα. Ο Αντρέας ο Χταπόδης του είπε ότι άκουσε έναν περίεργο ήχο “πλαφ-πλαφ” κοντά στο κοχύλι.
Όταν βρήκε τον Πέτρο, τον ρώτησε ευγενικά:
– «Πέτρο, μήπως ξέρεις κάτι για το χαμένο μαργαριτάρι;»
Ο Αχινός, λίγο τσαντισμένος, απάντησε:
– «Εγώ; Γιατί πάντα νομίζετε ότι φταίω εγώ; Δεν το πήρα! Αλλά… άκουσα κάτι να κυλάει προς τον ύφαλο χθες το βράδυ.»
Ο Χαράλαμπος, με την υπομονή του, ακολούθησε τα ίχνη. Εκεί, μέσα σε μια σχισμή, βρήκε το μαργαριτάρι… κολλημένο! Ένα μικρό καβουράκι το είχε σπρώξει κατά λάθος παίζοντας μπάλα με ένα κοχύλι.
Ο αστυνομικός το σήκωσε με προσοχή και το έφερε πίσω στην πλατεία. Όλοι τον χειροκρότησαν.
– «Μπράβο, Χαράλαμπε! Είσαι αληθινός ήρωας!» φώναξαν τα παιδιά του σχολείου του Νέου Βυθού.
Ο Χαράλαμπος χαμογέλασε και είπε:
– «Δεν χρειάζεται να κατηγορούμε χωρίς αποδείξεις. Μερικές φορές, τα μυστήρια λύνονται πιο απλά απ’ όσο νομίζουμε!»
Κι έτσι το μεγάλο μαργαριτάρι επέστρεψε στη θέση του, λαμπερό και περήφανο, ενώ ο Νέος Βυθός έμαθε ένα πολύτιμο μάθημα: πρώτα ψάχνουμε, μετά βγάζουμε συμπεράσματα.
