Ακούστε το παραμύθι εδώ.
Στον μαγικό βυθό ζούσε ένας καρχαρίας που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον. Τον έλεγαν Ζαχαρία. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος και είχε δόντια που έλαμπαν σαν μαργαριτάρια. Όμως, παρ’ όλο που μπορούσε να τρομάξει οποιονδήποτε με την όψη του, ο Ζαχαρίας είχε μια καρδιά γεμάτη καλοσύνη. Του άρεσε να βοηθάει, να μιλάει ευγενικά και να προστατεύει τα μικρά ψάρια από κινδύνους.
Το πάθος του ήταν το καράτε. Κάθε απόγευμα, μετά το σχολείο του βυθού, κολυμπούσε σε έναν ήσυχο κοραλλένιο βράχο και προπονούταν. Έκανε προσεκτικά τις κινήσεις του, έπαιρνε βαθιές ανάσες, και φανταζόταν ότι ήταν σπουδαίος πολεμιστής που υπερασπιζόταν τον κόσμο του. Όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποια ψαράκια γελούσαν πίσω από την πλάτη του.
- «Κοίτα, ο Ζαχαρίας παίζει να γίνει πολεμιστής!»
- «Με τέτοια τεράστια δόντια, ποιος τον χρειάζεται το καράτε;»
Ο Ζαχαρίας πονούσε, αλλά δεν απαντούσε. Σκεφτόταν πάντα: «Αν απαντήσω με θυμό, τότε δεν θα είμαι ο Ζαχαρίας που θέλω να είμαι.»
Ένα βράδυ, ενώ έκανε την τελευταία του προπόνηση, πρόσεξε κάτι παράξενο. Από τα βάθη της θάλασσας, μικρές λάμψεις ξεπρόβαλαν. Ήταν σαν να άναψαν μικρά αστέρια κάτω από το νερό. Δημιουργούσαν ένα μονοπάτι που οδηγούσε πιο πέρα, εκεί που ούτε ο ίδιος είχε τολμήσει να πάει.
Γέμισε περιέργεια και λίγη αγωνία. «Μήπως είναι παγίδα;» σκέφτηκε. Αλλά η καρδιά του τον έσπρωξε μπροστά. Ακολούθησε τα φώτα, που έμοιαζαν να τον περιμένουν.
Ύστερα από αρκετή ώρα κολύμβησης, βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά. Στην είσοδο υπήρχαν κοράλλια που έμοιαζαν με πόρτα και από μέσα ακουγόταν μια ήρεμη μελωδία. Μπήκε διστακτικά και τότε είδε μια μεγάλη θαλάσσια χελώνα να κάθεται με κλειστά μάτια, κάνοντας περίεργες στάσεις.
- «Εεε… συγγνώμη που ενοχλώ…» είπε ο Ζαχαρίας.
Η χελώνα άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε.
- «Σε περίμενα, Ζαχαρία.»
Ο καρχαρίας ξαφνιάστηκε.
- «Εμένα; Μα… πώς ξέρετε το όνομά μου;»
- «Ο βυθός μιλάει σε όσους έχουν καθαρή καρδιά», απάντησε εκείνη. «Κι εσύ είσαι ένας από αυτούς.»
Η χελώνα του αποκάλυψε πως μέσα στη σπηλιά φυλασσόταν ένα μυστικό, ένας θησαυρός όχι από χρυσάφι, αλλά από σοφία. Για να τον αποκτήσει, όμως, έπρεπε να αποδείξει ότι η δύναμή του δεν βρισκόταν μόνο στους μύες του, αλλά και στην καλοσύνη του.
Πριν προλάβει να ρωτήσει περισσότερα, ακούστηκαν φωνές. Ένα κοπάδι μικρά ψάρια είχε μπλεχτεί σε ένα δίχτυ που παρασύρθηκε από τους ανθρώπους. Τα ψαράκια πάλευαν, αλλά όσο κουνιόνταν τόσο περισσότερο σφιγγόταν το δίχτυ.
Ο Ζαχαρίας δεν δίστασε. Έτρεξε προς το μέρος τους. Με μια δυνατή κίνηση του σώματός του και με την τεχνική που είχε μάθει στο καράτε, τράβηξε το δίχτυ και το έσκισε. Όμως πρόσεξε πολύ να μη γρατζουνίσει ούτε ένα ψαράκι. Ένα-ένα βγήκαν ελεύθερα και άρχισαν να κολυμπούν γύρω του χαρούμενα.
- «Σ’ ευχαριστούμε, Ζαχαρία!» φώναζαν. «Μας έσωσες!»
Η χελώνα τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.
- «Να, λοιπόν, η απόδειξη που χρειαζόσουν. Δεν χρησιμοποίησες τη δύναμή σου για να πληγώσεις, αλλά για να προστατέψεις.»
Ξαφνικά, η σπηλιά φωτίστηκε ολόκληρη. Στον τοίχο εμφανίστηκε μια πέτρα με αρχαία γράμματα. Ο Ζαχαρίας διάβασε δυνατά:
«Η αληθινή δύναμη κρύβεται στην καλοσύνη.»
Η καρδιά του γέμισε χαρά και περηφάνια. Κατάλαβε πως το καράτε, τα δόντια του, ακόμα και το θάρρος του, δεν είχαν αξία αν δεν τα συνδύαζε με την καλοσύνη.
Από εκείνη τη νύχτα, ο Ζαχαρίας δεν ξαναστενοχωρήθηκε όταν τον κορόιδευαν. Κάθε φορά που άκουγε γέλια, χαμογελούσε ήρεμα και θυμόταν το μυστικό της σπηλιάς. Γιατί ήξερε πως το πιο δυνατό όπλο που είχε δεν ήταν τα χέρια του, αλλά η καρδιά του.
