Σε μια γειτονιά γεμάτη κρυψώνες, τα παιδιά αποφάσισαν να παίξουν κρυφτό. Ένας φίλος έγινε ο κυνηγός. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και άρχισε να μετράει δυνατά:
- «Ένα… δύο… τρία…» μέχρι που έφτασε στο δέκα.
Τα υπόλοιπα παιδιά έτρεξαν γρήγορα να κρυφτούν. Πίσω από θάμνους, πίσω από δέντρα, ακόμα και κάτω από ένα παγκάκι. Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους για να μη γελάσουν!
Ο κυνηγός ξεκίνησε να ψάχνει. Κι όταν έβρισκε κάποιον, έτρεχε πίσω στο σημείο που είχε κλείσει τα φύλλα του δέντρου και φώναζε το όνομά του:
- «Σε βρήκα, Γιώργο!»
Έτσι ο Γιώργος καθόταν εκεί και περίμενε, σαν «φυλακισμένος».
Αλλά υπήρχε πάντα μια ελπίδα! Ο τελευταίος που είχε μείνει κρυμμένος μπορούσε να τρέξει γρήγορα και, πριν τον πιάσει ο κυνηγός, να ακουμπήσει το δέντρο και να φωνάξει δυνατά:
- «Φτου… ξελευτερία!»
Κι έτσι όλοι οι φίλοι απελευθερώνονταν και το παιχνίδι ξεκινούσε ξανά, με τον ίδιο κυνηγό να «τα φυλάει». Αν όμως ο κυνηγός κατάφερνε να βρει όλους τους παίκτες, τότε το επόμενο γύρο «τα φύλαγε» το πρώτο παιδί που είχε βρεθεί.
Τα παιδιά γελούσαν, έτρεχαν και έκαναν θόρυβο σαν να ήταν μικρά πουλιά που ξεπετάγονταν από τις φωλιές τους.
