Στην καρδιά μιας απέραντης ερήμου, εκεί που ο ήλιος βάφει τα πάντα χρυσοκόκκινα, ζούσε ένα μεγάλο φορτηγό που το έλεγαν Τέρορ.
Ο Τέρορ είχε μάτια που έλαμπαν σαν αναμμένες λάμπες και έναν δυνατό κινητήρα που μούγκριζε σαν καταιγίδα. Τα άλλα οχήματα τον κοιτούσαν από μακριά. Νόμιζαν πως ήταν θυμωμένος — μα στην πραγματικότητα, ήταν απλώς μόνος.
Ένα απόγευμα, έφτασε στην πόλη των Firewheels μια τεράστια καταιγίδα. Ο δρόμος που οδηγούσε στο φαράγγι κόπηκε στα δύο, γεμάτος λάσπη και πέτρες. Κανένα αυτοκίνητο δεν τολμούσε να περάσει.
Μόνο ένα μικρό μπλε αμαξάκι, ο Μπόλυ, πλησίασε τον Τέρορ.
— «Τέρορ, μόνο εσύ μπορείς να ανοίξεις τον δρόμο!» είπε με τρεμάμενη φωνή.
— «Εγώ; Μα... όλοι με φοβούνται», μουρμούρισε εκείνος.
— «Σε φοβούνται γιατί δεν σε ξέρουν ακόμα. Δείξε τους πόσο γενναίος είσαι!»
Ο Τέρορ πήρε βαθιά ανάσα, οι σωλήνες του έβγαλαν καπνό και η μηχανή του βρυχήθηκε.
Ορμάει στη λάσπη, οι ρόδες του σπρώχνουν πέτρες και χώμα, οι αλυσίδες του τραβούν βαριές πλάκες από τον δρόμο.
Σιγά σιγά, το πέρασμα ανοίγει ξανά.
Όταν ο ήλιος άρχισε να δύει, τα φώτα όλων των οχημάτων άναψαν. Δεν κορνάριζαν από φόβο, αλλά από χαρά.
Ο Τέρορ στάθηκε στη μέση του δρόμου, κουρασμένος αλλά χαμογελαστός.
Από τότε, κανείς δεν τον φώναζε “το φοβερό φορτηγό”.
Όλοι τον ήξεραν πια σαν τον φύλακα των Firewheels — το φορτηγό που δεν φοβήθηκε να δείξει την καλή του καρδιά.
