Ήταν ένα όμορφο πρωινό, και ο κύριος Τάσος, ο δάσκαλος οδήγησης, καθόταν μέσα στο κίτρινο αυτοκίνητό του με τη μεγάλη πινακίδα στην οροφή:
ΣΧΟΛΗ ΟΔΗΓΗΣΗΣ – Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΑΣΟΣ ΣΑΣ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΜΕ ΧΑΜΟΓΕΛΟ!
Δίπλα του καθόταν η μαθήτριά του, η Μαρίνα, ένα νεαρό αυτοκινητάκι με γαλάζιες ρίγες και πολλή... αγωνία.
«Έτοιμη, Μαρίνα;» ρώτησε ο κύριος Τάσος χαμογελαστά.
«Ν-ναι… νομίζω! Απλώς ελπίζω να μην κάνω λάθος πάλι, κύριε Τάσο!»
Ο Τάσος γέλασε.
«Μα Μαρίνα! Τα λάθη είναι μέρος του μαθήματος! Αν δεν κάνεις, πώς θα μάθεις μετά;»
Η Μαρίνα χαμογέλασε δειλά και γύρισε το κλειδί.
Βρουμ! έκανε η μηχανή, και ξεκίνησαν ήρεμα.
Όλα πήγαιναν μια χαρά ώσπου…
Έφτασαν στη διασταύρωση του Μεγάλου Δρόμου και της Πλατείας.
Εκεί, τα αυτοκίνητα σταμάτησαν μπερδεμένα. Το φανάρι είχε χαλάσει!
Το πράσινο, το κόκκινο και το πορτοκαλί… είχαν σβήσει εντελώς.
«Ωχ, κύριε Τάσο! Τι κάνουμε τώρα; Δεν έχει φανάρι!» είπε η Μαρίνα με μάτια ορθάνοιχτα.
Ο κύριος Τάσος χαμογέλασε πλατιά.
«Τέλεια ευκαιρία για μάθημα, Μαρίνα μου!» είπε και έβγαλε το χέρι του από το παράθυρο χαιρετώντας ένα φορτηγό που κορνάριζε.
«Καλημέρα, Ρένοοο! Μην αγχώνεσαι, όλα καλά!»
Ο Ρένος, ο οδηγός του φορτηγού, φώναξε:
«Μα τι γίνεται εδώ; Όλοι μπερδεμένοι! Κάποιος πρέπει να κάνει τον τροχονόμο!»
Ο κύριος Τάσος άρχισε να γελάει.
«Μα φυσικά! Να η ευκαιρία μου!»
Άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε από το αυτοκίνητο, φόρεσε ένα πορτοκαλί γιλέκο και πήρε μια σφυρίχτρα από την τσέπη του.
Φιούυυ!
«Λοιπόν, φίλοι οδηγοί!» φώναξε δυνατά.
«Σήμερα το φανάρι πήρε ρεπό! Οπότε... εγώ θα είμαι το φανάρι!»
Τα αυτοκίνητα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.
«Εσύ το φανάρι;» είπε μια μηχανή.
«Έχεις τρία χέρια; Πώς θα κάνεις κόκκινο, πορτοκαλί και πράσινο;»
«Εύκολα!» απάντησε γελώντας ο Τάσος.
«Κόκκινο είναι το χέρι μου ψηλά, πορτοκαλί όταν το κουνάω λίγο, και πράσινο όταν χαμογελάω!»
Η Μαρίνα γέλασε.
«Μα κύριε Τάσο, έχετε πάντα χαμόγελο! Άρα... πάντα πράσινο θα έχουμε;»
«Αχ, Μαρίνα μου,» είπε εκείνος, «γι’ αυτό έχουμε και τη λογική μας. Αν όλοι οδηγούν με χαμόγελο και μυαλό, δε χρειάζονται ούτε φανάρια!»
Κι έτσι έγινε.
Ο κύριος Τάσος σήκωνε το χέρι του, έδειχνε ποιοι να περάσουν, ποιοι να περιμένουν, και όλα γίνονταν με γέλια και χαρές.
Τα παιδιά που περνούσαν από το πεζοδρόμιο φώναζαν:
«Μπράβο, κύριε Τάσο! Είστε ο πιο αστείος τροχονόμος!»
Κι εκείνος έκανε υπόκλιση.
«Ευχαριστώ, μικροί μου μαθητές του δρόμου!»
Μετά από λίγο, ήρθε ένας ηλεκτρολόγος και διόρθωσε το φανάρι.
«Όλα εντάξει, κύριε Τάσο! Ανάψαν πάλι!»
Τα φώτα άρχισαν να δουλεύουν: κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο.
Ο κύριος Τάσος γύρισε στη Μαρίνα, που χαμογελούσε από το τιμόνι.
«Είδες; Δεν χρειάζεται να θυμώνεις όταν κάτι χαλάει. Αρκεί να μείνεις ψύχραιμος και να βρεις λύση!»
Η Μαρίνα τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν.
«Σας υπόσχομαι, κύριε Τάσο, πως όταν κοκκινίζει το φανάρι, εγώ… θα χαμογελάω, δεν θα κορνάρω!»
Ο Τάσος γέλασε δυνατά.
«Αυτό είναι το καλύτερο μάθημα οδήγησης της μέρας, Μαρίνα!»
Και έτσι, ενώ ο ήλιος έλαμπε ξανά πάνω από τη σχολή οδήγησης,
ο κύριος Τάσος φώναξε δυνατά:
«Πράσινο φως για ευγένεια, παιδιά! Αυτό είναι το πιο όμορφο φανάρι απ’ όλα!»
