Στον μαγικό βυθό, εκεί όπου τα κοράλλια λάμπουν σαν πολύτιμοι θησαυροί και τα δελφίνια τραγουδούν παρέα με τις φυσαλίδες, ζούσε ένας μικρός αχινός που τον έλεγαν Πέτρο.
Ο Πέτρος ο αχινός δεν ήταν σαν τους άλλους.
Είχε σκούρα, σχεδόν μαύρη απόχρωση και γύρω του μυριάδες αγκαθάκια που τον έκαναν να φαίνεται αγριεμένος.
Μα το πιο παράξενο ήταν το βλέμμα του:
πάντα θυμωμένο, πάντα σφιγμένο.
Κάθε πρωί, όταν τα ψάρια περνούσαν χαρούμενα μπροστά του και του φώναζαν,
- «Καλημέρα, Πέτρο!»
εκείνος μουρμούριζε:
- «Αφήστε με ήσυχο!»
Κι όταν ο φίλος του, ο Μάρκος ο ιππόκαμπος, τον φώναζε να πάνε μια βόλτα στα κοράλλια,
ο Πέτρος απαντούσε:
- «Όχι σήμερα. Δεν έχω όρεξη!»
Σιγά σιγά, όλα τα θαλάσσια πλάσματα του βυθού σταμάτησαν να τον πλησιάζουν.
Ο Πέτρος έμενε μόνος του σε μια γωνιά,
θυμωμένος με όλους και χωρίς να καταλαβαίνει γιατί.
Μια μέρα, ο Μάρκος πήγε και κάθισε δίπλα του σιωπηλός.
Δεν μίλησε καθόλου.
Απλώς έμεινε εκεί, κοιτώντας τις φυσαλίδες να ανεβαίνουν προς την επιφάνεια.
Μετά από λίγο, ο Πέτρος τον κοίταξε και είπε απότομα:
- «Γιατί κάθεσαι εδώ; Δεν βλέπεις ότι δεν θέλω παρέα;»
Ο Μάρκος χαμογέλασε απαλά.
- «Ξέρω, Πέτρο. Μα καμιά φορά δεν χρειάζεται να μιλάμε για να είμαστε φίλοι. Και όταν θελήσεις να πεις κάτι… εγώ θα είμαι εδώ να σ’ ακούσω.»
Ο Πέτρος δεν απάντησε.
Μα μέσα του ένιωσε κάτι να τρυπάει όχι σαν αγκάθι, αλλά σαν μικρή, γλυκιά ζεστασιά.
Το ίδιο βράδυ, ο Πέτρος έμεινε ξύπνιος κοιτώντας το σκοτεινό νερό.
Οι σκέψεις του έκαναν κύματα.
«Ίσως να μη θυμώνω στ’ αλήθεια…» ψιθύρισε.
«Ίσως απλώς να ήθελα να με καταλαβαίνουν. Ίσως… να ήθελα να παίξω κι εγώ μαζί τους.»
Το επόμενο πρωί, συγκέντρωσε όλο του το κουράγιο.
Έσπρωξε τις φυσαλίδες γύρω του και προχώρησε ως το μεγάλο κοράλλι,
όπου έπαιζαν όλα τα ψάρια.
Πήρε βαθιά ανάσα και φώναξε:
- «Παιδιά; Μπορώ να παίξω κι εγώ μαζί σας;»
Για λίγα δευτερόλεπτα, κανείς δεν μίλησε.
Όλοι έμειναν να τον κοιτούν τον μουτρωμένο αχινό που πρώτη φορά μιλούσε χωρίς θυμό.
Και τότε, ο Μάρκος έσπασε τη σιωπή με ένα χαμόγελο.
- «Φυσικά, Πέτρο! Σε περιμέναμε!»
Τα δελφίνια άρχισαν να στροβιλίζονται,
οι καβουρίτσες του πέταξαν μια μπάλα από φύκια,
κι ένα ψαράκι του έδωσε το χέρι του.
Ο Πέτρος άρχισε να γελά.
Ένα αληθινό, μεγάλο γέλιο που έκανε τις φυσαλίδες να ανεβαίνουν παντού.
Ήταν η πρώτη φορά που χαμογελούσε.
Και τότε, κάτι μαγικό συνέβη:
τα αγκαθάκια του άρχισαν να λάμπουν απαλά,
σαν μικρά αστέρια που φωτίζουν τον βυθό.
Από εκείνη τη μέρα, ο Πέτρος δεν ξαναένιωσε μόνος.
Έμαθε πως δεν χρειάζεται να κρύβεις όσα νιώθεις πίσω από θυμό ή σιωπή·
αρκεί να μιλήσεις με την καρδιά σου.
Γιατί οι αληθινοί φίλοι δεν φοβούνται τα αγκάθια σου
ξέρουν πως μέσα σου υπάρχει φως.
Κι έτσι, στον Μαγικό Βυθό,
ο Πέτρος ο Αχινός έγινε το πιο λαμπερό χαμόγελο της θάλασσας.
